Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Ποιος πληρώνει τα κόμματα - Του Νικου Xρυσολωρα

Ο τραγέλαφος που παρακολουθούμε τις τελευταίες εβδομάδες με τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων προσέθεσε ένα ακόμη λιθαράκι στο τείχος της απαξίωσης που χωρίζει πολίτες και πολιτικούς. Οι κατά κοινή ομολογία υπερβολικές, για τα δεδομένα της χώρας μας, παροχές που απολαμβάνουν οι κοινοβουλευτικές παρατάξεις, σε συνδυασμό με τη θεσμική τους προστασία από τον ανταγωνισμό νέων δυνάμεων και την ουσιαστική ασυλία των πολιτικών από ποινικές διώξεις, δημιουργούν την εντύπωση ότι μοναδικός στόχος του πολιτικού μας συστήματος είναι η αυτο-αναπαραγωγή του. Παράλληλα, ενισχύουν την απήχηση λαϊκιστικών θέσεων, όπως η κατάργηση της κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων και η σαρωτική μείωση των βουλευτικών αποζημιώσεων, οι οποίες, αν εφαρμοστούν, θα οδηγήσουν σε περαιτέρω υπονόμευση της ήδη χαμηλής ποιότητας των δημοκρατικών μας θεσμών.

Είναι περιττό ίσως να τονιστεί ότι η κρατική ενίσχυση των κομμάτων, ή ακόμη και μεμονωμένων υποψηφίων, αλλά και η χορήγηση αξιοπρεπών αμοιβών σε αιρετούς άρχοντες κάθε βαθμίδας είναι κοινή πρακτική σε ολόκληρο σχεδόν τον δυτικό κόσμο και έχει ως προφανή στόχο να περιοριστεί η εξάρτηση της πολιτικής από κάθε είδους ιδιωτικά συμφέροντα. Σε αντάλλαγμα για τα προνόμιά τους, πολιτικοί και κόμματα συναινούν στον ενδελεχή έλεγχο των οικονομικών τους από ανεξάρτητες αρχές, στη δημοσιοποίηση των ονομάτων των ιδιωτών χορηγών τους και στη συμμόρφωση με κανόνες δεοντολογίας, η παραβίαση των οποίων επισείει βαριές κυρώσεις.

Η πιο συνηθισμένη μορφή διευκόλυνσης των κομμάτων στις περισσότερες δυτικές χώρες (π.χ. Αυστραλία, Καναδάς, Γερμανία, Γαλλία) είναι η έκπτωση των συνδρομών και των οικονομικών ενισχύσεων από το φορολογητέο εισόδημα των υποστηρικτών τους. Επιπλέον, τα κόμματα δικαιούνται σε ορισμένα κράτη (π.χ. Βρετανία) δωρεάν τηλεοπτικό χρόνο προβολής πριν από τις εκλογές. Επίσης, είναι κοινή πρακτική η διάθεση στα κόμματα περιορισμένων δημόσιων πόρων (π.χ. κτίρια γραφείων, τηλεφωνικές γραμμές) είτε δωρεάν, είτε σε προνομιακές τιμές. Τα προνόμια αυτά συνοδεύονται σχεδόν πάντοτε από ελεγκτικούς μηχανισμούς, ώστε να διασφαλίζεται η χρηστή διαχείριση των χρημάτων των φορολογουμένων.

Στην Αμερική, κάθε δωρεά άνω των 200 δολαρίων σε κόμμα ή υποψήφιο πρέπει να είναι ονομαστική, στη Γερμανία πάνω από 10.000 ευρώ και στην Ιρλανδία πάνω από 5.000 ευρώ. Ανάλογα με το βιοτικό επίπεδο και την πολιτική κουλτούρα κάθε χώρας έχουν θεσμοθετηθεί και ανώτατα όρια στο συνολικό ποσό που μπορεί να δωρίσει κάποιος ιδιώτης ή οργανισμός σε πολιτικό κόμμα ή υποψήφιο. Στα κράτη που έχουν θέσει «ταβάνι» στις δωρεές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η Αμερική, ο Καναδάς, η Ιαπωνία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ισλανδία, η Ιρλανδία και η Πολωνία.

Ούτε βέβαια μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε χορηγός πολιτικού κόμματος. Οι δωρεές από το εξωτερικό απαγορεύονται στον Καναδά, τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, ενώ στη Γερμανία επιτρέπονται μόνο όταν προέρχονται από πολίτες και επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Στη Γαλλία και τον Καναδά απαγορεύονται τελείως οι δωρεές από συνδικάτα ή επιχειρήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως των ΗΠΑ, επαφίεται στους πολίτες να δώσουν έγκριση, μέσω της φορολογικής τους δήλωσης, για την επιπλέον φορολόγησή τους με ποσό της τάξης των τριών δολαρίων κατ’ έτος, το οποίο κατατίθεται σε ειδικό ταμείο χρηματοδότησης για τους υποψηφίους προέδρους. Ελάχιστοι επιλέγουν να συναινέσουν πλέον σε κάτι τέτοιο, ενώ η αποδοχή της δημόσιας επιχορήγησης συχνά αποδεικνύεται ασύμφορη, αφού συνοδεύεται και από ανώτατο όριο στο ποσό των ιδιωτικών δωρεών που μπορεί να δεχθεί ο κάθε επίδοξος πρόεδρος.

Η κρατική επιχορήγηση

Απευθείας επιχορήγηση από τα κρατικά ταμεία λαμβάνουν τα κοινοβουλευτικά κόμματα σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Ανάλογα με την περίπτωση, η φόρμουλα υπολογισμού του ύψους τής κάθε επιχορήγησης μπορεί να λαμβάνει υπόψη το ποσοστό του επιχορηγούμενου κόμματος στις προηγούμενες εκλογές, το ύψος των δωρεών και των συνδρομών από τα μέλη του, αλλά και το συνολικό ύψος των φορολογικών εσόδων (κλάσμα των οποίων διατίθεται για τη χρηματοδότηση των κομμάτων). Η επιχορήγηση μπορεί να ξεκινά από πολύ χαμηλά επίπεδα (Βρετανία) και να φτάνει έως και το 40% (Γερμανία) ή και το 80% (Νορβηγία) των κομματικών εσόδων.

Παρά τις αναμενόμενες διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα, η Ελλάδα αποτελεί μία από τις ακραίες περιπτώσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2010, που επικαλείται ο μη κερδοσκοπικός σύλλογος «Ελληνες Φορολογούμενοι», τα κόμματά μας απολαμβάνουν το τέταρτο μεγαλύτερο ποσό επιχορήγησης ανά έγκυρη ψήφο στην Ευρώπη (9,39 ευρώ) και το τέταρτο μεγαλύτερο ποσό ανά εγγεγραμμένο ψηφοφόρο (6,49 ευρώ). Οι τρεις πρώτες χώρες (Φινλανδία, Λουξεμβούργο, Κύπρος) έχουν μεγαλύτερο κατά κεφαλή ΑΕΠ από την Ελλάδα, ενώ κράτη πολύ πλουσιότερα από το δικό μας, όπως φερ’ ειπείν η Γερμανία και η Ολλανδία, επιχορηγούν τα κόμματα με τρεις φορές λιγότερα χρήματα περίπου ανά ψήφο. Επιπλέον, η Ελλάδα δαπανά το 0,14% περίπου των φορολογικών της εσόδων για την επιχορήγηση των κομμάτων, ποσοστό που είναι το τρίτο μεγαλύτερο στην Ε.Ε. μετά τη Βουλγαρία και την Εσθονία.

Το Συμβούλιο της Ευρώπης προτείνει λύσεις

Μολονότι κανένα από τα υφιστάμενα συστήματα χρηματοδότησης των κομμάτων στην Ευρώπη δεν είναι αψεγάδιαστο ή απολύτως «αδιαπέραστο» σε εξωθεσμικές παρεμβάσεις, γνωρίζουμε τις γενικές αρχές για τη διασφάλιση της μέγιστης δυνατής διαφάνειας. Επειτα από συγκριτική μελέτη του νομοθετικού πλαισίου, αλλά και των εργαλείων εφαρμογής του σε 22 χώρες, η Ομάδα Κρατών εναντίον της Διαφθοράς (GRECO) του Συμβουλίου της Ευρώπης συνέταξε πρόσφατα έκθεση με συγκεκριμένες οδηγίες, που συστήνεται να ακολουθούνται. Μεταξύ των προτάσεων που περιλαμβάνει η έκθεση, αναφέρονται ενδεικτικά οι εξής:

- Θα πρέπει να περιοριστεί (ιδεατά να απαγορευθεί) η χρηματοδότηση των κομμάτων από φυσικά ή νομικά πρόσωπα που βρίσκονται στο εξωτερικό.

- Μετά κάποιο συγκεκριμένο ποσό, όλες οι δωρεές ή χορηγίες σε κόμματα θα πρέπει να είναι επώνυμες και να δημοσιοποιούνται.

- Θα πρέπει να υπάρχει σαφώς καθορισμένο ανώτατο όριο στο ποσό που μπορεί να χορηγήσει κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο σε ένα κόμμα, και το νομικό πλαίσιο θα πρέπει να ενθαρρύνει τις μικρές δωρεές.

- Θα πρέπει να θεσμοθετηθεί ανώτατο όριο στο συνολικό άθροισμα των πολύ μικρών (και άρα ανώνυμων) δωρεών που μπορούν να δεχτούν τα κόμματα.

- Η κρατική χρηματοδότηση δεν πρέπει να είναι τόσο μεγάλη, ώστε να περιορίζει την ανάγκη ιδιωτικών δωρεών και συνδρομών από μέλη και φίλους των κομμάτων.

- Η κρατική χρηματοδότηση θα πρέπει να εξαρτάται από το κατά πόσο τα κόμματα συμμορφώνονται με τους κανόνες διαφάνειας στην τήρηση των λογιστικών τους βιβλίων.

- Η κρατική χρηματοδότηση θα πρέπει να διασφαλίζει ότι τα κόμματα αντιμετωπίζονται ισότιμα. Πέρα από τα κοινοβουλευτικά κόμματα, χρηματοδότηση θα πρέπει να λαμβάνουν και όσα κόμματα αποδεικνύουν (π.χ. μέσω του αριθμού των μελών τους) ότι διαθέτουν ένα μίνιμουμ επίπεδο λαϊκής απήχησης.

- Τα πολιτικά κόμματα θα πρέπει να υποβάλλουν «πόθεν έσχες» για όλα τα έσοδά τους, σε ανεξάρτητες ελεγκτικές αρχές.

- Ανεξάρτητες αρχές θα πρέπει να ελέγχουν τους λογαριασμούς των κομμάτων και των υποψηφίων στη διάρκεια των προεκλογικών περιόδων, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν γίνεται υπέρβαση των μέγιστων επιτρεπόμενων δαπανών.

- Τα όρια στις εκλογικές δαπάνες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το υψηλό κόστος των σύγχρονων προεκλογικών εκστρατειών.

Στα συμπεράσματά της για την Ελλάδα, η GRECO αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι το εποπτικό πλαίσιο είναι αναποτελεσματικό, αφού κριτές και ελεγχόμενοι ουσιαστικά ταυτίζονται. Προτείνει επίσης την κατάργηση των κουπονιών και την υποχρεωτική κατάθεση όλων των δωρεών σε τραπεζικούς λογαριασμούς, αφού μεγάλο μέρος της χρηματοδότησης των κομμάτων γίνεται σήμερα «εκτός βιβλίων». Η GRECO συνιστά επίσης τον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων από ορκωτούς λογιστές, τη δημοσιοποίηση των προϋπολογισμών και των απολογισμών τους στο Διαδίκτυο και τον περιορισμό του δανεισμού τους (σημειώνει δε ότι η διαγραφή ή αναδιάρθρωση δανείων αποτελεί έμμεση χρηματοδότηση των κομμάτων από τράπεζες). Τέλος, αλγεινή εντύπωση προκαλεί φυσικά το καθεστώς ασυλίας που απολαμβάνουν οι βουλευτές, αλλά και οι εκατοντάδες αποσπάσεις δημοσίων υπαλλήλων σε βουλευτικά και υπουργικά γραφεία. Πέραν δηλαδή της ήδη πολύ υψηλής χρηματοδότησής τους από τα κρατικά ταμεία (που καταργεί το κίνητρο για εγγραφή μελών), τα κόμματα επιδοτούνται και με έναν ακόμη τρόπο από το Δημόσιο, αφού οι αποσπασμένοι υπάλληλοι ουσιαστικά δουλεύουν για την επανεκλογή των βουλευτών και των υπουργών τους και όχι για την υπηρεσία όπου προσελήφθησαν.

Οι συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι γνωστές. Το τι πρέπει να γίνει για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της πολιτικής και των κομμάτων επίσης το γνωρίζουμε. Ωστόσο, όπως συμβαίνει και με άλλες διεθνείς έρευνες και μελέτες (π.χ. του ΟΟΣΑ για τη δημόσια διοίκηση), το πολιτικό μας σύστημα τις αγνοεί επιδεικτικά επί χρόνια (δήθεν λόγω ασυμφωνίας με την ελληνική πραγματικότητα) και παραπέμπει την επούλωση των πληγών της δημοκρατίας μας σε επιτροπές και παρα-επιτροπές και τελικά στις ελληνικές καλένδες. Λύσεις υπάρχουν, δεν χρειάζεται να ανακαλύψουμε τον τροχό. Αλλά όποιος δεν θέλει να ζυμώσει...

Διαβάστε

- Committee on Standards of Public Life, «Political Party Finance - Ending the Big Donor Culture», Λονδίνο: Νοέμβριος 2011.

- Ν. Κ. Αλιβιζάτος και Αντ. Μανιτάκης, «Πέντε προτάσεις για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της πολιτικής», Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 11 Μαρτίου 2012.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Disqus for Alternative Greek Politic Review