Από την ιστορική αναδρομή στις κυβερνήσεις συνεργασίας του παρελθόντος, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι όσες προσπάθειες διακομματικής συνεργασίας τελεσφόρησαν, το οφείλουν στο γεγονός ότι οι συμμετέχοντες κατάφεραν να παραμερίσουν τις παλαιές τους διχόνοιες, στον βωμό ενός υπέρτερου κοινού στόχου. Αντιθέτως, όταν οι συμπράξεις είχαν αμιγώς ευκαιριακό χαρακτήρα, διαλύθηκαν εις τα εξ ων συνετέθησαν, συνήθως με αποκλειστική υπαιτιότητα των κομμάτων που αποτελούσαν το κοινό σχήμα. Η τελευταία αυτή διαπίστωση ισχύει κυρίως για τις «οικουμενικές» λεγόμενες κυβερνήσεις (ο όρος που έχει επικρατήσει να χρησιμοποιείται είναι φυσικά λανθασμένος, αφού καμία κυβέρνηση δεν απολαμβάνει τη στήριξη όλης της οικουμένης!).
Οι πρώτες συμπράξεις πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία έγιναν αρχικά το 1843, με αίτημα την παραχώρηση Συντάγματος από τον βασιλιά Οθωνα και αργότερα, το 1862, όταν η «Προσωρινή Κυβέρνησις της Ελλάδος» ανέλαβε τα ηνία της χώρας, μετά την ανατροπή του Βαυαρού μονάρχη. Ο όρος «οικουμενική» χρησιμοποιείται για πρώτη φορά για την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Κανάρη, η οποία συγκροτήθηκε το 1877, μέσα σε κλίμα γενικευμένης κοινωνικής αναταραχής. Η κυβέρνηση ήταν βραχύβια, αφενός μεν επειδή ο γηραιός πλέον ήρωας της Επανάστασης εγκατέλειψε τα εγκόσμια λίγο μετά από τον σχηματισμό της, αφετέρου δε επειδή η επιλογή στη συνέχεια της εναλλαγής στην ηγεσία της, των αρχηγών των πολιτικών κομμάτων που την αποτελούσαν, αποδείχθηκε όπως ήταν φυσικό, δυσλειτουργική.
Η επόμενη προσπάθεια σχηματισμού «οικουμενικής» κυβέρνησης έγινε το 1926, όταν οι βενιζελικές και οι αντι-βενιζελικές παρατάξεις της χώρας συμφώνησαν να συγκυβερνήσουν, ελλείψει αυτοδυναμίας, υπό την πρωθυπουργία του Αλέξανδρου Ζαΐμη. Οπως γίνεται αντιληπτό από τη σύνθεση εκείνης της κυβέρνησης, ο νεποτισμός αποτελεί ίδιον της ελληνικής πολιτικής σκηνής, από συστάσεως κράτους και έπειτα.
Συγκεκριμένα, ο επικεφαλής της κυβέρνησης, Αλέξανδρος Ζαΐμης, ήταν γιος του πρώην πρωθυπουργού Θρασύβουλου Ζαΐμη, ο οποίος συμμετείχε στην οικουμενική κυβέρνηση του 1877 και ήταν γιος του επίσης πρωθυπουργού της Ελλάδος, Ανδρέα Ζαΐμη (η οικογένεια Παπανδρέου δεν είναι η πρώτη που πετυχαίνει το τρία στα τρία!). Στην κυβέρνηση επίσης συμμετείχε και ο Αλέξανδρος Κανάρης, εγγονός του μπουρλοτιέρη Κωνσταντίνου Κανάρη, που ήταν πρωθυπουργός στην πρώτη οικουμενική, αλλά και προσωπικότητες διαμετρικά αντίθετες ιδεολογικά, όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και ο Ιωάννης Μεταξάς.
Εντέλει και η δεύτερη οικουμενική διαλύθηκε το 1928, αν και αποδείχθηκε πιο σταθερή και επιτυχημένη από την πρώτη οικουμενική. Ακολούθησε η χρεοκοπία του ελληνικού κράτους και περίοδος παρατεταμένης πολιτικής αστάθειας. Τελικά, ο Ιωάννης Μεταξάς, υπουργός Συγκοινωνιών στην οικουμενική του 1926, έγινε δικτάτορας το 1936, αφού όμως είχε λάβει, λίγους μήνες νωρίτερα, διακομματική ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.
Ακόμη χειρότερη ήταν η τύχη της κυβέρνησης «Εθνικής Ενώσεως» του 1944, υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου, η οποία διαλύθηκε όταν τα μέλη της που πρόσκειντο στο ΕΑΜ, αποχώρησαν στις 2 Δεκεμβρίου 1944. Ακολούθησε, δύο ημέρες αργότερα, η προσπάθεια του ΚΚΕ να καταλάβει την εξουσία, με αποτέλεσμα το αιματοκύλισμα των Δεκεμβριανών και τον κατήφορο της χώρας προς τον Εμφύλιο.
Αντιθέτως, πολύ καλύτερη τύχη είχε η κυβέρνηση Σοφούλη-Τσαλδάρη, με τη σύμπραξη των Φιλελευθέρων και του Λαϊκού Κόμματος, το 1947, η οποία ανέδειξε την ενότητα των αστικών δυνάμεων στο μέσο του Εμφυλίου. Υπουργός Εσωτερικών σε αυτήν την κυβέρνηση ήταν ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, γιος του πρώην πρωθυπουργού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, ο οποίος με τη σειρά του ήταν εγγονός του πολιτικού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, αδελφού του Πετρόμπεη της Επανάστασης. Επίσης, ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και πρώην πρωθυπουργός, ήταν ανιψιός του επίσης πρώην πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη, ο οποίος ήταν και υπουργός στην οικουμενική κυβέρνηση Ζαΐμη.
Υστερα από δύο βραχύβιες συνεργασίες μεταξύ του Κέντρου και της Δεξιάς, το 1950 και το 1965, η επόμενη κυβέρνηση εθνικής ενότητας συγκροτήθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας, το 1974, υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και με τη συμμετοχή στελεχών της προδικτατορικής ΕΡΕ και της Ενωσης Κέντρου. Η κυβέρνηση κατάφερε να οδηγήσει τη χώρα με σχετική ομαλότητα σε εκλογές, κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες.
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, τα ηνία της χώρας ανέλαβε και πάλι σε συνθήκες οξείας κρίσης, αυτή τη φορά οικονομικής και θεσμικής, η οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα. Αν και έγιναν βήματα σταθεροποίησης της οικονομίας, η όλη προσπάθεια υπονομεύθηκε εξαρχής, αφού όλα τα κόμματα που συμμετείχαν (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., ενιαίος Συνασπισμός) συμμερίζονταν την άποψη ότι το σχήμα αυτό ήταν αναγκαστικό και ποτέ δεν στήριξαν την ουσιαστική συνεργασία επί των φλεγόντων θεμάτων της εποχής. Της κυβέρνησης Ζολώτα είχε προηγηθεί η κυβέρνηση Τζαννετάκη (Ν.Δ.- Συνασπισμός), με την οποία μπήκε συμβολική ταφόπλακα στο μετεμφυλιακό μίσος μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, έστω και αν η μοναδική συγκολλητική της ουσία ήταν η σφοδρή αντιπαράθεση με τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Συμπερασματικά, οι κυβερνήσεις συνεργασίας φαίνεται από την Ιστορία ότι καταφέρνουν να επιτύχουν, ή έστω να διασφαλίσουν την επιβίωση της χώρας, μόνο όταν οι δυνάμεις που τις απαρτίζουν προέρχονται από ομοειδείς ιδεολογικά χώρους και όταν ο κοινός στόχος υπερτερεί των μικροκομματικών σκοπιμοτήτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου