Δικαιωμένος θα πρέπει να αισθάνθηκε την περασμένη εβδομάδα ο ειδικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών και επικεφαλής του ΣΔΟΕ κ. Γιάννης Διώτης, όταν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Ιωάννης Τέντες συγκάλεσε σύσκεψη στο γραφείο του για να βρει τρόπους με τους οποίους η αναθεωρημένη εφαρμογή του άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα δεν θα εμποδίζει τη δίωξη όσων κλέβουν δημόσιο χρήμα. Διότι σε κάποια στιγμή της μακράς πορείας του κ. Διώτη στο κράτος, κάποιος που έχει μιλήσει μαζί του θα τον έχει ακούσει να παρομοιάζει το κλεφτρόνι που αρπάζει ένα πορτοφόλι και καταλήγει στη φυλακή για μερικές δεκάδες ευρώ με τον φοροφυγά που χρωστάει εκατοντάδες χιλιάδες από ΦΠΑ και τα «σπάει αμέριμνος στα μπουζούκια. Πώς θα δικαιολογήσουμε τη διαφορετική ποινική μεταχείριση των δύο περιπτώσεων;» αναρωτιόταν ο προϊστάμενος του ΣΔΟΕ πολύ πριν περάσει το κατώφλι αυτής της υπηρεσίας.
Αμνηστία
Η αναδιατύπωση του άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα που «πέρασε» τον Σεπτέμβριο, με σύμφωνη γνώμη της Ν.Δ., τόσο στις επιτροπές όσο και στην ολομέλεια της Βουλής, αποτελούσε κοινό αίτημα των περισσότερων δικηγορικών συλλόγων της χώρας. Ο αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης κ. Σ. Ξυνίδης είχε δεχθεί από επιμελητήρια και νομικό κόσμο ισχυρές πιέσεις, αλλά πίστευε και ο ίδιος ότι με τη διάταξη που χορηγούσε ουσιαστικά αμνηστία για τα χρέη στο Δημόσιο και τις επιταγές, εφόσον είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία της μεσολάβησης μετά την αποδοχή της αίτησης από το δικαστήριο, θα έδινε τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να έχουν μία «δεύτερη ευκαιρία».
Την ίδια ακριβώς περίοδο, ωστόσο, έφθαναν καταγγελίες στο υπουργείο Οικονομικών και το ΣΔΟΕ ότι σε τέσσερις τουλάχιστον νομούς της χώρας πυρόπληκτοι και αναξιοπαθούντες επιχειρηματίες επιχειρούσαν μαζικά, με τη βοήθεια τοπικών δικηγορικών γραφείων, να εντάξουν τις επιχειρήσεις τους στην πρόνοια του παλιού αρθρου 99 -εκείνου που υπήρχε πριν την επί τα βελτίω για τους υπό πτώχευση νομοθετική μεταβολή του Σεπτεμβρίου- αφού πρώτα είχαν μεταφέρει περιουσιακά στοιχεία επιχειρήσεών τους σε επιχειρήσεις που ίδρυαν συγγενικά τους πρόσωπα. «Πληροφοριοδότες» των υπηρεσιών ήταν ανθρωποι εις βάρος των οποίων είχαν εκδοθεί ακάλυπτες επιταγές από τους εντασσόμενους στο «παλιό» άρθρο 99, ειδικότερα από επιχειρήσεις ζωοτροφών στη Στερεά Ελλάδα, που παράλληλα άφηναν απλήρωτα δάνεια σε τοπικές τράπεζες, τα οποία τους είχαν δοθεί με την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου και τα οποία εκαλείτο να πληρώσει -προς δόξαν των φορολογουμένων που πληρώνουν κανονικά τους φόρους τους- το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους μετά την κατάπτωση των σχετικών εγγυήσεων. Σε μία μάλιστα περίπτωση είχε οργανωθεί στα τέλη Ιουλίου στη Χαλκίδα σχετική εκδήλωση από το οικείο επιμελητήριο της πόλης (στέλεχος του οποίου σύμφωνα με επιταγές που έχουν φτάσει στην «Κ» οφείλει εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ), με θέμα την «αναδιαρθρωση των χρεών των επιχειρήσεων που εξ αιτίας της οικονομικής κατάστασης δεν είναι δυνατόν να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους». Το σχετικό αίτημα για το «κούρεμα» των μπαταξήδων» μεταφέρθηκε προς τον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών κ. Φίλιππο Σαχινίδη, ο οποίος δεν υπέκυψε.
Απέχει το Δημόσιο
Σημειώνεται ότι σε περιπτώσεις που το Δημόσιο έχει μεσολαβήσει είτε σε πυρόπληκτους είτε σε κτηνοτρόφους για να εγγυηθεί δάνεια θα πρέπει να παρίσταται κατά την εκδίκαση των αιτήσεων για υπαγωγή στο άρθρο 99, πράγμα φυσικά που σπανίως, «σχεδόν ποτέ» όπως είπε αξιωματούχος του υπουργείου Οικονομικών, συμβαίνει.
Ετσι λοιπόν όταν ψηφίστηκε η εξάλειψη του αξιοποίνου για τις επιταγές και τις οφειλές στο Δημόσιο η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης γνώριζε ότι η ενισχυμένη προστασία από τους πιστωτές θα ήταν δυνατόν να μετατραπεί σε καταδολίευση των δανειστών. Ουδείς όμως περίμενε ότι κάτι τέτοιο θα γινόταν τόσο γρήγορα. Το πρόβλημα είναι ότι τώρα η πολιτική θα πρέπει να αντικαταστήσει μία διάταξη που υιοθέτησε πριν από 3,5 μόλις μήνες και μάλιστα με σύμφωνη γνώμη των δύο μεγάλων κομμάτων και της πλειοψηφίας του επιστημονικού και επιχειρηματικού κόσμου της χώρας. Και αυτό «από μόνο του τα λέει όλα για την κρίση και τις αντιδράσεις μας σε αυτήν» είπε χθες αξιωματούχος του υπουργείου Οικονομικών, που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου