Φαίνεται σήμερα πως ο πιο εύκολος στόχος, εκεί όπου εστιάζονται τα πυρά από πολλές πλευρές, είναι το πολιτικό σύστημα και οι εκπρόσωποί του. Οι κίνδυνοι όμως από τον απόλυτο και κατά βάθος απολιτικό χαρακτήρα που λαμβάνουν τα πυρά γενικά κατά του πολιτικού συστήματος απειλούν τις δημοκρατικές κατακτήσεις του ελληνικού λαού από το 1974 και ύστερα.
Η ισοπέδωση της μεταπολιτευτικής περιόδου, οι απλουστεύσεις και οι γενικεύσεις που αφορούν αυτήν και τους εκπροσώπους της συμπυκνώνονται στο σύνθημα «πως η χούντα δεν έπεσε» ακόμη. Οσοι θεωρούν ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ της χούντας και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας προσφέρουν τις χείριστες υπηρεσίες στους πολίτες. Οσοι μηδενίζουν τον πλουραλιστικό κοινοβουλευτισμό, έτσι όπως τον ζούμε σήμερα με τις αδυναμίες και τις εμφανείς ανεπάρκειές του, είτε δεν κατανοούν είτε κάνουν ότι δεν κατανοούν πως αποτέλεσμα μιας τέτοιας θέσης τις περισσότερες φορές είναι η δημιουργία προϋποθέσεων για την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών και ελευθεριών.
Αν η αντιπροσωπευτική δημοκρατία εμπεριέχει πάντα τον κίνδυνο της διολίσθησής της στην «τυραννία της πλειοψηφίας», η επιχείρηση αμφισβήτησης της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης εμπεριέχει τον κίνδυνο εκτροπής σε λύσεις που απολυτοποιούν είτε το απρόσωπο και ανορθολογικά κατευθυνόμενο πλήθος είτε τον όποιο «χαρισματικό» αυταρχικό ηγέτη ή πολιτικό κίνημα. Αν και μάλλον αυτές οι δύο κατευθύνσεις δεν είναι εναλλακτικές, αλλά συνήθως είναι η δεύτερη που ακολουθεί την πρώτη.
Για να γυρίσω στο μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα, νομίζω ότι μια μη μηδενιστική τάση οφείλει να του αναγνωρίσει πως όλα αυτά τα χρόνια κατόρθωσε πολλά. Η Ελλάδα το 1981 με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή εντάχθηκε στην πιο αναπτυγμένη οικονομικά και κοινωνικά ένωση κρατών. Αν δεν υπήρχε αυτή η εξέλιξη, η χώρα θα αντιμετώπιζε από τότε το φάσμα της υποανάπτυξης και της ύφεσης. Με τον Ανδρέα Παπανδρέου η χώρα απαλλάχθηκε από το βάρος του διαχωρισμού των ελλήνων πολιτών σε δύο κατηγορίες. Η αποκλεισμένη μισή Ελλάδα ενσωματώθηκε στους θεσμούς, έστω και με στρεβλό τρόπο. Στα επόμενα χρόνια με την ηγεσία του Κώστα Σημίτη η χώρα ενσωματώθηκε στον πυρήνα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που ήταν η ευρωζώνη, εφάρμοσε πολιτικές ανάπτυξης των υποδομών, μετατράπηκε σε παράγοντα σταθερότητας και ειρήνης στα Βαλκάνια και στη Μεσόγειο και βοήθησε την Κύπρο να ενταχθεί στην ΕΕ.
Το μεγάλο κενό του όλου πολιτικού μας συστήματος ήταν ότι δεν κατανόησε εγκαίρως πως η βάση αυτών των επιτευγμάτων ήταν η εξάρτηση μιας αδύναμης παραγωγικά χώρας από το «φθηνό δανειακό χρήμα». Αυτό το πολιτικό σύστημα δεν κατανόησε ότι «λεφτά υπάρχουν» μόνο σε μια χώρα που παράγει περισσότερα απ' όσα καταναλώνει. Αντί να στραφεί προς την ενίσχυση της παραγωγικής Ελλάδας, στηρίχτηκε στο κράτος, το οποίο λειτούργησε ως χοάνη απορρόφησης της εργασίας. Ασκησε δηλαδή κρατικίστικες πολιτικές και είχε λαϊκίστικη πολιτική νομιμοποίηση.
Σήμερα υπάρχει όντως άμεση ανάγκη αλλαγής του πολιτικού συστήματος σε οριζόντιο επίπεδο. Αυτή όμως η οριζόντια αλλαγή δεν σημαίνει μια μηχανιστική ενότητα των δυνάμεων του αντικρατισμού και αντιλαϊκισμού. Σημαίνει μόνο πως το νέο πολιτικό προσωπικό θα πρέπει να προέλθει από τη μετατροπή των αυθεντικών παραγωγικών στοιχείων της κοινωνίας (δημιουργικοί εργαζόμενοι του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και ελεύθεροι επαγγελματίες, καινοτόμοι επιστήμονες και ερευνητές, αποδοτικοί και εξωστρεφείς επιχειρηματίες, τεχνοκράτες σχεδιαστές) σε κοινωνικούς και πολιτικούς ρυθμιστές. Μια τέτοια μετατροπή θα ενισχύσει τη δημιουργική και παραγωγική Ελλάδα σε βάρος της παρασιτικής πολιτικής, οικονομικής και συντεχνιακής ελίτ. Βεβαίως η μετάβαση σε μια νέα πολιτική τάξη δεν πρέπει να ξεχάσει πως και στο σημερινό πολιτικό σύστημα υπάρχουν δημιουργικές πολιτικές προσωπικότητες.
Αυτή βεβαίως η ανανέωση προϋποθέτει να τεθεί και ζήτημα αλλαγής του τρόπου εκλογής των βουλευτών. Εχω υπόψη μου κυρίως τη λογική του σταυρού, η οποία αναπαράγει τον χειρότερο λαϊκισμό. Η κατάργηση όμως του σταυρού μπορεί να γίνει μόνο όταν έχουμε να κάνουμε με κόμματα που λειτουργούν δημοκρατικά και με σαφείς ιδεολογικές αναφορές. Γιατί όσο είναι αλήθεια πως οι λαοί δεν ζουν από τις ιδέες, είναι εξίσου αλήθεια πως οι λαοί δεν μπορούν να ζουν χωρίς ιδέες. Και αυτό που έχουμε σήμερα είναι μια διαπάλη προσωπικών διαδρομών και όχι μια σύγκρουση ιδεολογικών αναφορών. Αυτό θα πρέπει να σταματήσει, για να περάσουμε από το σύστημα των πολιτικών χωρίς ιδιότητες (χωρίς γνώση δηλαδή της πραγματικότητας) στους πολιτικούς με ιδέες και ιδιότητες.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας. Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Οι μεγάλες απουσίες» (εκδ. Πόλις)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου