Η αποκαλούμενη «Αραβική Άνοιξη» συντάραξε τον μουσουλμανικό κόσμο, αλλάζοντας τις ισορροπίες και αναδιαμορφώνοντας το γεωπολιτικό τοπίο. Σε Συρία, Λιβύη και Υεμένη οι συγκρούσεις μαίνονται ακόμα, με τους εξεγερμένους να προσπαθούν να ανατρέψουν καθεστώτα που έχουν παραμείνει στην εξουσία για δεκαετίες, σε ένα «ντόμινο» του οποίου την κατάληξη κανείς δεν είναι σε θέση να προβλέψει με βεβαιότητα.
Ως εκ τούτου, διπλωμάτες, στελέχη υπηρεσιών πληροφοριών και ειδικοί αντιτρομοκρατίας σε Ευρώπη και ΗΠΑ προσπαθούν να βρουν την απάντηση σε ένα εξαιρετικά φλέγον ερώτημα: η Αραβική Άνοιξη είναι «καλή» ή «κακή» για την τρομοκρατία;
Έξι μήνες μετά την αρχή των εξεγέρσεων, η Τυνησία και η Αίγυπτος προσπαθούν να βρουν το δρόμο τους προς τη δημοκρατία, ο οποίος αποδεικνύεται ότι δεν είναι απαλλαγμένος από εμπόδια. Ωστόσο, σε Υεμένη, Λιβύη, Συρία και (μέχρι ενός σημείου) στο Μπαχρέιν, οι αντικαθεστωτικοί μάχονται κατά των κυβερνήσεων, κάτι που δημιουργεί φόβους για καταστάσεις συνεχιζόμενης βίας.
Η αλ Κάιντα και γενικότερα οι ισλαμιστές εξτρεμιστές, οι οποίοι αιφνιδιάστηκαν από το «κύμα» των εξεγέρσεων, αναζητούν πλέον τρόπους να εκμεταλλευτούν την όλη κατάσταση, ενώ το Ιράν αρχίζει να ασχολείται όλο και περισσότερο με τα προβλήματα του Μπαχρέιν.
Η Υεμένη θεωρείται ως μία από τις πιο επικίνδυνες περιπτώσεις χωρών της Μ. Ανατολής. Αποτελεί την «έδρα» της αλ Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου (ΑQAP) και η κατάσταση φαίνεται να εκτροχιάζεται όλο και περισσότερο, με σκληρές συγκρούσεις μεταξύ ενόπλων εξεγερμένων και στρατιωτών πιστών στον πρόεδρο Σάλεχ (ο οποίος τραυματίστηκε και μεταφέρθηκε εκτός χώρας) να λαμβάνουν χώρα στην πρωτεύουσα, αλλά και την υπόλοιπη χώρα. Στο νότο, η αλ Κάιντα και οι υποστηρικτές της προσπαθούν να αποκτήσουν τον έλεγχο πόλεων και χωριών, καθώς η κυβέρνηση εμφανίζεται αποδυναμωμένη από τις συγκρούσεις. «Η αλ Κάιντα εκμεταλλεύεται την κατάσταση στην Υεμένη και δεν μπορούμε να πούμε ότι αντιμετωπίζουμε έναν 'εύκολο' εχθρό. Γίνονται όλο και πιο ισχυροί» λέει σχετικά ο πρέσβης της Υεμένης στη Μ. Βρετανία, Αμπντουλά αλ Ραντχί, ο οποίος ωστόσο θεωρεί πως η Αραβική Άνοιξη στην πραγματικότητα απορρίπτει την ιδεολογία και τις αξίες της αλ Κάιντα. Παρόλα αυτά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι εξτρεμιστές δεν μπορούν να εκμεταλλευτούν το χάος.
Στοιχεία φιλικά προς την αλ Κάιντα θεωρείται πως βρίσκονται και στις τάξεις των δυνάμεων που μάχονται εναντίον του Καντάφι στη Λιβύη. Λίβυοι μαχητές έχουν πολεμήσει για την αλ Κάιντα σε Ιράκ και Αφγανιστάν, οπότε δεν θεωρείται απίθανο σκληροπυρηνικοί ισλαμιστές να βρεθούν σε μία κυβέρνηση της «μετά Καντάφι» εποχής.
Την κατάσταση στη Λιβύη προσπαθεί να εκμεταλλευτεί και η AQIM (αλ Κάιντα στο Ισλαμικό Μαγκρέμπ), που δραστηριοποιείται στη νότια Αλγερία και τη Σαχάρα, κάτι που έχει προκαλέσει μεγάλες ανησυχίες στις ΗΠΑ, λόγω του χημικών όπλων και των φορητών αντιαεροπορικών πυραύλων που βρίσκονται στο λιβυκό οπλοστάσιο και μπορούν να καταλήξουν στα χέρια τρομοκρατών.
Στην Αίγυπτο, η αισιοδοξία από την πτώση του Μουμπάρακ υποχωρεί, λόγω της ανόδου του θρησκευτικού εξτρεμισμού, που εκδηλώνεται υπό τη μορφή των συγκρούσεων μεταξύ Χριστιανών και Σαλαφιστών Ισλαμιστών. Επίσης, δεν θα έπρεπε να παραβλεφθεί το ότι ο επικεφαλής της αλ Κάιντα και διάδοχος του Οσάμα μπιν Λάντεν, Αϊμάν αλ Ζαουάχρι, είναι Αιγύπτιος, ο οποίος έχει κινηθεί στους κόλπους της Μουσουλμανικής Αδελφότητας της Αιγύπτου και έχει φυλακιστεί από το καθεστώς Μουμπάρακ.
Οι δυτικές κυβερνήσεις, από πλευράς τους, προσπαθούν να αναδημιουργήσουν τα δίκτυα πληροφοριών τους, τα οποία έχουν πληγεί από τις εξεγέρσεις.
Κατά τη Ναμπιλά Ραμντάνι, του LSE, οι σχέσεις της Δύσης με καθεστώτα τύπου Σάλεχ και Μουμπάρακ αποτελούν βασικό λόγο για την άνοδο της διεθνούς τρομοκρατίας.
«Το ψέμα ήταν ότι είτε έχεις δικτάτορες και σχετική σταθερότητα, είτε την αλ Κάιντα και παγκόσμια τζιχάντ, και υπήρχε η αντίληψη πως αυτοί οι δικτάτορες συνεργάζονταν με τους Αμερικανούς με στόχο τη σταθερότητα, την ειρήνη και τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας…αλλά το σκεπτικό ήταν προφανώς λανθασμένο, καθώς εμπόδιζε τη δημοκρατία και γεννούσε τρομοκρατία» είπε σχετικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου