Πριν από δύο μήνες, καταμεσής του Αυγούστου, το υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε κάποια απογοητευτικά αποτελέσματα. Οι 34 μεγαλύτερες εφορίες, που εισπράττουν περίπου το 70% των συνολικών φορολογικών εσόδων, παρουσίασαν σχεδόν μηδενικό έργο. Συγκεκριμένα στις 28 από αυτές τις εφορίες κάθε υπάλληλος πραγματοποίησε κάτω από έναν έλεγχο τον περασμένο Ιούνιο. Στις υπόλοιπες έξι οι έλεγχοι φθάνουν μέχρι το 1,82 τον μήνα. Δώδεκα μεγάλες ΔΟΥ δεν έχουν ελέγξει ούτε καν μία υπόθεση.
Με δεδομένα αυτά τα στοιχεία υπάρχει μια απορία. Γιατί δεν ξεκινά η εργασιακή εφεδρεία από τις δώδεκα εφορίες, οι υπάλληλοι των οποίων δεν πραγματοποίησαν ούτε ένα έλεγχο; Σε τι χρειάζονται αυτές οι εφορίες, όταν δεν ελέγχουν; Και τι έγινε με τις υπόλοιπες 28 εφορίες, στις οποίες κάθε υπάλληλος έκανε έναν έλεγχο τον μήνα;
Η «επιχείρηση συρρίκνωση του κράτους» που επιχειρεί τώρα αναγκαστικά η κυβέρνηση, έχει ακριβώς το ίδιο πρόβλημα με την «επιχείρηση διόγκωση του κράτους» που συνετελέσθη απ’ όλες τις κυβερνήσεις τα περασμένα χρόνια: γίνεται με κοινωνικά κριτήρια αντί κριτήρια αποτελεσματικότητας του κράτους. Δεν υπάρχει στρατηγικός σχεδιασμός για το κράτος που πρέπει να έχει η Ελλάδα, απλώς ψάχνουμε ασαφή κριτήρια προσλήψεων ή απολύσεων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το κράτος δεν διογκώθηκε, μόνο και μόνο για να γίνουν ρουσφέτια. Αυτά ήταν το υποπροϊόν μιας στρατηγικής επιλογής που ήθελε το κράτος να ελέγχει, να ρυθμίζει και να διευθετεί τα πάντα και φυσικά να λύσει το μεγάλο πρόβλημα της ανεργίας, επιδοτώντας στην ουσία θέσεις αεργίας. Αυτό εξάλλου δεν ήταν και το σκεπτικό της εθνικοποίησης όλων των προβληματικών βιομηχανιών, ανεξαρτήτως οικονομικής προοπτικής τους; Ετσι οι φορολογούμενοι φορτώθηκαν κλωστοϋφαντουργίες σε μια εποχή που ο κλάδος έφθινε, ενώ διετηρείτο εν ζωή, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο Οργανισμός Αποξήρανσης της Κωπαΐδας.
Το ίδιο ακριβώς στρατηγικό και τακτικό λάθος κάνει τώρα η κυβέρνηση. Αντί να κλείσει οργανισμούς και υπηρεσίες που είναι άχρηστοι, επιχείρησε να τους «κουρέψει». Αντί να απολύσει τους υπαλλήλους που δεν αποδίδουν ή δεν χρειάζεται, πρότεινε να φύγουν όσοι είναι κοντά στο όριο συνταξιοδότησης· χρειάζονται, δεν χρειάζονται, αυτοί· αποδίδουν, δεν αποδίδουν. Ετσι, όμως, σκάβει τον λάκκο της πολλαπλά. Γράφαμε προ ημερών -και συγκεκριμένα στις 14 Σεπτεμβρίου, όταν ανακοινώθηκε το πρόγραμμα της εργασιακής εφεδρείας- ότι «επειδή έχουμε ξαναδεί το έργο, θα γίνει το εξής:
1) Δεν θα στείλουν όλοι οι οργανισμοί τα στοιχεία· εδώ υπάρχουν φορείς που δεν στέλνουν τα οικονομικά τους στοιχεία.
2) Από αυτούς που θα στείλουν οι περισσότεροι θα εξάρουν το έργο του οργανισμού τους, και θα αναφέρουν πόσο λίγο προσωπικό έχουν και πώς αδυνατεί να λειτουργήσει ο φορέας αν λείψει έστω κι ένας.
3) Μπορεί να υπάρξουν διοικητές που θα ζητήσουν επιπλέον προσλήψεις για να αναπτύξουν την εθνική προσφορά του οργανισμού τους.
4) Θα υπάρξουν διαδηλώσεις που θα μπλοκάρουν επί 151 μέρες -όσες είναι οι οργανισμοί- το κέντρο της Αθήνας.
5) Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα θα είναι μηδαμινό και -αν τη γλιτώσουμε τώρα- σε τρεις μήνες, που θα έχουμε την επόμενη αξιολόγηση της τρόικας, πάλι θα τρέχουμε.» («Πολύ αργά, πολύ λίγο», «Καθημερινή» 14.9.2011)
Τελικώς τα αποτελέσματα ήταν χειρότερα: «πάνω από τους μισούς (80 - 90) φορείς έχουν στείλει στοιχεία, από τα οποία, όμως, δεν προκύπτει ότι έχουν 10% πλεονάζον προσωπικό. Ορισμένοι, μάλιστα, οργανισμοί επικαλούνται και ελλείψεις. Οι διοικήσεις των φορέων φαίνονται απρόθυμες να αναλάβουν την «ευθύνη» της επιλογής των υπαλλήλων και κατά πληροφορίες καταγράφονται εσωτερικές μετακινήσεις εργαζομένων το τελευταίο διάστημα σε κενές οργανικές θέσεις, ώστε να αποφευχθούν “απολύσεις”» («Καθημερινή» 27.9.2011)
Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Η διά της οριζόντιας εφεδρείας συρρίκνωση του Δημοσίου θα έχει κι άλλα παρατράγουδα.
Πρώτον θα μείνει ανέπαφο το δαιδαλώδες κράτος με τις παραφυάδες του, έστω κι αν σ’ αυτό δουλεύει λιγότερο προσωπικό.
Δεύτερον, δεν εξασφαλίζεται ότι αυτό το κράτος θα έχει τους καλύτερους και αποδοτικότερους υπαλλήλους.
Τρίτον διασφαλίζει μελλοντικούς πολιτικούς πονοκέφαλους. Ηδη πολλοί εργαζόμενοι στο Δημόσιο συρρέουν σε πολιτικά γραφεία, αναζητώντας το αντίστροφο από τα παλιά ρουσφέτι· να εξαιρεθούν από την εφεδρεία. Οποιο αντικειμενικό σύστημα κι αν επιλεγεί, θα παραμείνει (ή ακόμη και θα καλλιεργηθεί, για μικροπολιτικούς λόγους) η καχυποψία περί πολιτικών διώξεων ή μικροπολιτικών ρουσφετιών. Υπάρχουν, φυσικά, και οι διοικητές των ΔΕΚΟ που πάντα χρειάζονται περισσότερο προσωπικό για να παράγουν το τίποτε. Γι’ αυτή την κατάσταση η βασική ευθύνη είναι της κυβέρνησης.
Αλλά το πρόβλημα είναι βαθύτερο. Το ΠΑΣΟΚ δεν είχε ποτέ σχέδιο συρρίκνωσης του κράτους· τα σχέδιά του εξαντλήθηκαν στη διόγκωσή του. Αλλά και πέραν του ΠΑΣΟΚ, δεν υπάρχει κι άλλος πολιτικός οργανισμός που να έχει σκεφτεί έστω τρόπους απομείωσης του Δημοσίου· πλην ίσως κάποιων αμελητέων εκλογικά φιλελεύθερων κομμάτων, τα οποία έμειναν εκτός Βουλής ακριβώς επειδή πρότειναν τη μείωση του κράτους.
Γενικώς στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ σοβαρή συζήτηση για το κράτος που θέλουμε. Ισχυε πάντα μια εκδοχή του δόγματος Βεγλερή για τα δάση: «άπαξ κράτος πάντοτε κράτος». Για κάθε οργανισμό που ήταν να ιδιωτικοποιηθεί ή να κλείσει η κοινή γνώμη χειραγωγείτο υπέρ της διατήρησής του. Ακόμη κι αν ουδείς γνώριζε ότι υπάρχει ο συγκεκριμένος οργανισμός. Το επιχείρημα φυσικά πάντα είναι «πόσο καλός και κερδοφόρος μπορεί να γίνει αυτός ο οργανισμός, στο μέλλον κάτι που δεν κατάφερε κατά το παρελθόν».
Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν πριν από ενάμισι έτος ελήφθη η απόφαση για να κλείσει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ), η πλειονότητα τα πνευματικού κόσμου της χώρας (πεντακόσιες και πλέον βαριές υπογραφές) ξεσηκώθηκε, έγιναν ολοσέλιδα αφιερώματα στον Τύπο για να μην χάσει το ελληνικό κράτος το κέντρο μετάφρασής του. Αναρωτιόμασταν, λοιπόν, τότε «αν γίνεται τόση φασαρία για τα εκατό χιλιάδες ευρώ του ΕΚΕΜΕΛ πόση πρέπει να γίνει για τα δέκα δισ. περικοπών που προβλέπει συνολικά το Πρόγραμμα Σταθερότητας;» («Καθημερινή» 5.6.2010) Φυσικά το ΕΚΕΜΕΛ -όπως και χιλιάδες άλλοι κρατικοί οργανισμοί- παρέμεινε εν ζωή, η κυβέρνηση βολοδέρνει με προγράμματα εργασιακής εφεδρείας και οι πολίτες αναρωτιούνται τι έχουν τα έρμα και μονίμως φορολογούνται.
Ο υπαρκτός κρατισμός της Ελλάδας
Το ελληνικό κράτος στον 20ό αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός για την ανάπτυξη του τόπου. Ηταν ο κεφαλαιούχος που μπορούσε να μαζέψει και να επενδύσει όλα εκείνα τα χρήματα που χρειάζονταν για τη διενέργεια των υποδομών. Ταυτόχρονα έγινε υποχείριο πολιτικής δύναμης για να επιτύχει ευρύτερους στόχους. Το ίδιο κράτος που χρησιμοποιήθηκε για την ανάπτυξη, χρησιμοποιήθηκε επίσης ως μηχανισμός ελέγχου της κοινωνίας. Οι οικονομικές δομές του κράτους χρησιμοποιήθηκαν για επιβράβευση των νικητών του εμφυλίου, χρησιμοποιήθηκαν επίσης για την απονομή «πολιτικής δικαιοσύνης» στη δεκαετία του ’80.
Το βασικό όμως ήταν ότι αυτό το κράτος που χρησίμευε για τη δημιουργία των υποδομών, μετεβλήθη σε εργοδότη που απορροφούσε τις μάζες των ανέργων που η ελλιπής ιδιωτική οικονομία άφηνε εκτός παραγωγικής διαδικασίας. Η παραγωγικότητα και τα οικονομικά αποτελέσματα μπήκαν σε δεύτερη μοίρα μέχρι που ξεχάστηκαν εντελώς. Ολόκληρο το κράτος έγινε κράτος πρόνοιας, άσχετα αν οι επιμέρους ταμπέλες έγραφαν «ΔΕΗ», «ΟΤΕ», «Ολυμπιακή». Ετσι κι αλλιώς αυτές οι ΔΕΚΟ ποτέ δεν λειτούργησαν με αυστηρά οικονομικά κριτήρια· πάντα κάποιο κοινωνικό στόχο είχαν παραπλεύρως να εξυπηρετήσουν. Από το «φθηνό ρεύμα για τον λαό», μέχρι τα μειωμένα τιμολόγια των ΜΜΕ για «χάρη της ενημέρωσης» και μέχρι τις μετακινήσεις των ψηφοφόρων για «το καλό της Δημοκρατίας».
Με τον καιρό η μόνη χρησιμότητα ενός μεγάλου μέρους του Δημοσίου ήταν για να καλύπτει την ανεργία διά της αεργίας. Δηλαδή υπάρχουν οργανισμοί και φορείς του Δημοσίου που επιβιώνουν μόνο και μόνο για να πληρώνουν τους υπαλλήλους τους, διότι όπως ισχυρίζονται διάφοροι «νεοαναπτυξιακοί», η συρρίκνωση του Δημοσίου πλήττει τον ιδιωτικό τομέα που τον... πληρώνει. Φτάσαμε σε σημείο πρώτα να ιδρύονται κάποιοι οργανισμοί και μετά να προσδιορίζεται το αντικείμενό τους. Κλασικό παράδειγμα ήταν η Αγροφυλακή, στην οποία πρώτα προσλήφθηκαν οι υπάλληλοι και μετά ανακαλύφθηκε το αντικείμενο της «οικολογικής αστυνομίας».
Γράφαμε και παλαιότερα ότι οι Ελληνες βιώνουν τα αδιέξοδα του υπαρκτού κρατισμού. Κατανοούν πως το μοντέλο πρέπει να αλλάξει, αλλά έχουν συνεκτική εναλλακτική θεωρία. Ολο το πολιτικό σύστημα δεν προτείνει αξιόπιστα κάτι πέρα από πυροτεχνήματα περί μοντέλων της Εσπερίας. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στα ελλείμματα της πολιτικής ούτε είναι αποκλειστική ευθύνη των κομμάτων. Συνολικά ο δημόσιος διάλογος είναι χωλός. Υπάρχει μια υπερπροπαγάνδιση του κρατισμού κι ένα εντελώς ατροφικό σκέλος απόψεων υπέρ των ελεύθερων αγορών. Χρόνια τώρα συκοφαντείται κάθε εναλλακτική πρόταση για έξοδο από το τέλμα.
Στη συζήτηση υπάρχουν μόνο τα ψευδοαριστερά στερεότυπα του «καλού» κράτους και της «κακής» αγοράς. Δεν επετράπη να διαμορφωθεί ένας άλλος τρόπος θεώρησης της πραγματικότητας που να αντιπαλέψει με ίσους όρους το (κατά Τόμας Κουν) «κυρίαρχο παράδειγμα».
Ετσι, οι Ελληνες βρίσκονται ενώπιον ενός ιδιότυπου διχασμού, που πιθανώς εμφανίζεται ως αντίφαση στις δημοσκοπήσεις. Η μοναδική θεωρία που έχουν παρουσιάσει είναι το «αγαθόν» του κράτους, ενώ η πραγματικότητα δείχνει την αποτυχία του. Βιώνουν το δεύτερο, αλλά δεν έχουν τα ιδεολογικά εργαλεία να απορρίψουν το πρώτο. Ετσι καταλήγουμε σε τραγελαφικές καταστάσεις. Σε αχρείαστες οριζόντιες εφεδρείες, αντί της αναγκαίας περικοπής του κράτους παντού.
Διαβάστε
Πάνος Καζάκος, «Ανάμεσα σε κράτος και αγορά. Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1944 - 2000», εκδ. Πατάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου