Ας υποθέσουμε ότι οι μισθοί στον ανταγωνιστικό τομέα της οικονομίας δεν είχαν «φουσκώσει» τα τελευταία πολλά χρόνια. Αν αυτό είχε συμβεί, προφανώς δεν θα υπήρχε θέμα σήμερα να «ξεφουσκώσουν». Παρά ταύτα, οι καπιταλιστικές οικονομίες αντιμετωπίζουν σε τακτά διαστήματα κρίσεις. Κρίσεις που, ανεξαρτήτως του σημείου εκκίνησης, χτυπούν τα κέρδη των επιχειρήσεων και μειώνουν τις αμοιβές εργασίας.
Ολες οι κρίσεις, όμως, δεν έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά. Εξελίσσονται σε ποικίλες φάσεις. Χωρίς να ακολουθούν ένα προκαθορισμένο πρότυπο. Οσο περισσότερα «νεωτεριστικά» στοιχεία εμφανίζουν τόσο δυσκολότερη είναι η αντιμετώπισή τους. Αν οι κρίσεις ήταν τυπικές, όπως πιστεύουν κάποιοι, τότε και οι κοινωνίες θα μπορούσαν να τις αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη επιτυχία.
Η παρούσα κρίση δεν ήταν ξαφνική. Είχε προετοιμαστεί με την κατάρρευση της χρηματιστηριακής φούσκας του 2000. Μεγάλωσε όταν η φούσκα των ακινήτων απείλησε την αλυσίδα των τοποθετήσεων, το 2006, για να υποχωρήσει, αρχικώς, με την πολιτική χαλαρής ρευστότητας. Οταν, πλέον, το φθινόπωρο του 2008 η κρίση έγινε ανοιχτή και πραγματικά επικίνδυνη. Τα κράτη έσπευσαν να βοηθήσουν ακόμη περισσότερο και η κρίση γενικεύθηκε.
Σε περίοδο κρίσης, η μείωση της δαπάνης για αμοιβές αποτελεί μια, δυστυχώς, αναμενόμενη συνέπεια. Αποτελεί θέμα της κοινωνίας, δηλαδή της πολιτικής, ο τρόπος με τον οποίο θα κατανεμηθεί η δύσκολη περίοδος της κάμψης. Η ελληνική αντίδραση ήταν από οικονομική άποψη ακατάλληλη, αλλά απαράδεκτη για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης.
Οι αποκαλούμενοι κοινωνικοί «εταίροι» συμφώνησαν να αγνοήσουν το πρόβλημα της ανεργίας και να μοιράσουν περισσότερα εισοδήματα μεταξύ όσων θα διατηρούσαν τις θέσεις τους. Η Συλλογική Σύμβαση του 2010 αποτελεί μνημείο κοινωνικού εγωισμού και αφελούς απόκρυψης της πραγματικότητας. Επιπλέον, με τη Σύμβαση, οι «εταίροι» προσποιήθηκαν ότι αγνοούν τις επιπτώσεις που θα είχε στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς η μείωση των αμοιβών του κρατικού τομέα, όπως άλλωστε και το «κούρεμα» των συντάξεων.
Με άλλα λόγια, ακόμη και αν δεν είχαμε φορτώσει την οικονομία με την καταναλωτική φούσκα, την οποία τροφοδοτήσαμε με ασυγκράτητο δανεισμό του κράτους και των ιδιωτών, και πάλι θα υποφέραμε από τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος. Γιατί κρίση χωρίς δυσάρεστες επιπτώσεις για την εξαρτημένη εργασία δεν υπάρχει.
Για όλους αυτούς τους λόγους η ζήτηση θα υποχωρούσε και αυτό ακριβώς συνέβη. Θα υποχωρούσε ακόμη και αν δεν είχαν περικοπεί τα εισοδήματα στον κρατικό τομέα και ορισμένες ΔΕΚΟ. Η απώλεια εμπιστοσύνης σε ό, τι αφορά την ασφάλεια των χρηματικών επενδύσεων δέσμευσε, όπως ήταν λογικό, τη διαθέσιμη ρευστότητα και, σε κάθε περίπτωση, μείωσε δραστικά τη ροπή προς κατανάλωση.
Η οικονομία μας στηρίζεται κυρίως στις συναλλαγές που κάνουμε μεταξύ μας. Μικρό μόνο μέρος των συναλλαγών γίνεται με τις διεθνείς αγορές. Επιπλέον, όσα αγαθά και υπηρεσίες αντιμετωπίζουν τον διεθνή ανταγωνισμό έχουν ελάχιστες πιθανότητες επιβίωσης. Το πρώτο ζήτημα στο κεφάλαιο «ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας» είναι η βελτίωση της ποιότητας των εγχωρίως παραγομένων προϊόντων, έναντι των ομοίων που εισάγουν οι έμποροι της καταστροφής.
Η βελτίωση της συγκριτικής θέσης των ελληνικών προϊόντων είναι θέμα τιμής. Ιδιαίτερα επειδή η αξία που προστίθεται από τα ελληνικά χέρια και το γηγενές κεφάλαιο είναι περιορισμένη. Από την αξία ενός προϊόντος μπορούμε να επηρεάσουμε ό, τι δεν είναι εισαγόμενες πρώτες ύλες, δικαιώματα τεχνογνωσίας και άλλα συναφή του εξωτερικού προϊόντα και υπηρεσίες. Ομως, το μεγαλύτερο κομμάτι της προστιθέμενης αξίας είναι οι μισθοί. Και ό, τι απομένει αφορά τη δαπάνη για φόρους ή, γενικότερα, το κόστος του κράτους.
Οι «πανέξυπνοι» της κυβέρνησης, της τρόικας και των «εταίρων», αντί να κάνουν τα πάντα για να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν την κρίση, κατόρθωσαν να αυξήσουν το κόστος όλων των συντελεστών της παραγωγής. Οπως ήταν επόμενο, χωρίς χρηματοδοτική υποστήριξη, με τη ζήτηση να υποχωρεί, η επιχειρηματική διαδικασία κατέρρευσε, και μαζί της κατέρρευσε η αγορά εργασίας.
Τις ημέρες πριν συμφωνηθούν τα μέτρα που τελικώς περιέλαβε το Μνημόνιο, οι άνθρωποι του Ταμείου και της Επιτροπής επιχείρησαν να εξηγήσουν ότι η προσαρμογή απαιτεί μειώσεις των αμοιβών και στον ιδιωτικό τομέα. Γρήγορα όμως υποχώρησαν μπροστά στην καθολική άρνηση κυβέρνησης, σωματείων και πολιτικού κόσμου.
Είναι επείγουσα ανάγκη να ανοίξει συντεταγμένα η συζήτηση με στόχο να διαμορφωθεί ένα εντελώς νέο πλαίσιο για την αγορά εργασίας. Οι χώρες που τόλμησαν να το κάνουν, σχεδόν όλες στα μέσα της δεκαετίας του ’90, έχουν μικρότερη ανεργία, τα ασφαλιστικά και τραπεζικά τους συστήματα είναι πιο ανθεκτικά και, επιπλέον, διαθέτουν αξιολόγηση τριπλού «Α», η οποία τις προστατεύει από τις σοβαρότερες επιπτώσεις της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Χρόνος υπάρχει και οι εταίροι μας θα αποδεχθούν μια ομόφωνη δέσμευση. Αρκεί να σοβαρευτούμε, να ορίσουμε τους καλύτερους και να αποδείξουμε ότι εμείς οι Ελληνες είμαστε ικανοί να επιτυγχάνουμε το καλύτερο χωρίς να χρειάζεται να εγκαταλείψουμε τη χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου