"Η κυβέρνηση της Πορτογαλίας έχει μόλις διολισθήσει σε μία έντονη αντιπαράθεση γύρω από τα προτεινόμενα μέτρα λιτότητας. Οι αποδόσεις των ιρλανδικών ομολόγων ξεπέρασαν για πρώτη φορά το 10%. Και η βρετανική κυβέρνηση έχει μόλις αναθεωρήσει προς τα κάτω τις προβλέψεις για την οικονομική ανάπτυξη, και προς τα πάνω για τα ελλείμματα.
Τι το κοινό έχουν οι παρακάτω εξελίξεις; Αποδεικνύουν ότι η περιστολή δαπανών σε περίοδο υψηλής ανεργίας είναι λανθασμένη. Οι υπέρμαχοι της λιτότητας προέβλεπαν ότι η περιστολή δαπανών θα έφερνε γρήγορα αποτελέσματα υπό τη μορφή της αυξανόμενης εμπιστοσύνης και ότι οι αρνητικές συνέπειες σε ανάπτυξη και θέσεις εργασίας θα ήταν, αν όχι ανύπαρκτες, σίγουρα πάντως λίγες. Έκαναν λάθος. Και δυστυχώς αυτόν τον καιρό στην Ουάσιγκτον σοβαρός θεωρείται μόνο όποιος εμφανίζεται ως οπαδός αυτής της ίδιας θεωρίας.
Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Πριν από δύο χρόνια, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης έκαναν τους ηγέτες των πιο προηγμένων οικονομικά χωρών να συνειδητοποιήσουν ότι τα προβλήματα θα έπρεπε να επιλυθούν σταδιακά και ότι η πιο επείγουσα ανάγκη ήταν η δημιουργία θέσεων εργασίας μαζί με μια μακροπρόθεσμη στρατηγική μείωσης των ελλειμμάτων.
Γιατί δεν μείωσαν αμέσως τα ελλείμματα; Επειδή οι αυξήσεις φόρων και η περιστολή των κρατικών δαπανών θα προκαλούσαν ακόμα μεγαλύτερη ύφεση, επιτείνοντας και το πρόβλημα της ανεργίας. Και οι περικοπές δαπανών σε μία οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση είναι σε μεγάλο βαθμό και ακόμη και από καθαρά οικονομική πλευρά, αυτοκαταστροφικές.
Αρά, πρώτα, πρώτα οι θέσεις εργασίας, και αργότερα τα ελλείμματα ήταν και παραμένει η σωστή στρατηγική. Δυστυχώς όμως, φανταστικοί κίνδυνοι και διαψευσμένες ελπίδες έχουν οδηγήσει στην εγκατάλειψή της. Από τη μία μας λένε συνέχεια ότι αν δεν μειώσουμε αμέσως τις δαπάνες, θα καταντήσουμε σαν την Ελλάδα. Από την άλλη μας λένε να μην ανησυχούμε για τον αντίκτυπο που έχουν οι περικοπές δαπανών στις θέσεις εργασίας, γιατί η δημοσιονομική λιτότητα, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη, θα δημιουργήσει στην πραγματικότητα νέες θέσεις εργασίας.
Από τότε που η κρίση άρχισε να χαλαρώνει, τα αυτόκλητα «γεράκια των ελλειμμάτων», φωνάζουν για τα επιτόκια, ερμηνεύοντας και την παραμικρή αύξηση ως μια στροφή των αγορών ενάντια στην Αμερική. Αλλά η αλήθεια είναι ότι τα επιτόκια ανεβαίνουν και κατεβαίνουμε την ελπίδα της οικονομικής ανάκαμψης. Και από τη στιγμή που δεν διαφαίνεται ακόμα καμία ισχυρή ανάκαμψη, τα επιτόκια είναι σήμερα πιο χαμηλά από ότι ήταν πριν από δύο χρόνια.
Αλλά και πάλι, δεν θα μπορούσε η Αμερική να καταλήξει σαν την Ελλάδα; Θα μπορούσε. Αν οι επενδυτές αποφασίσουν ότι είμαστε μια Μπανανία και ότι οι πολιτικοί μας είτε δεν μπορούν είτε δεν θέλουν θα αντιμετωπίσουν τα μακροπρόθεσμα προβλήματα, τότε όντως, θα σταματήσουν να αγοράζουν το χρέος μας. Αλλά αυτή η προοπτική δεν έχει απολύτως καμία σχέση με το αν εμείς αυτοτιμωρούμαστε με βραχυπρόθεσμες περικοπές δαπανών.
Δεν έχετε παρά να ρωτήσετε τους Ιρλανδούς των οποίων η κυβέρνηση, έχοντας επωμιστεί ένα τεράστιο βάρος στην προσπάθειά της να σώσει τις προβληματικές τράπεζες, προσπάθησε να καθησυχάσει τις αγορές επιβάλλοντας αυστηρά μέτρα λιτότητας. Όλοι αυτοί που ζητάνε περικοπές δαπανών στην Αμερική, χειροκρότησαν. «Η Ιρλανδία προσφέρει ένα αξιοθαύμαστο παράδειγμα δημοσιονομικής υπευθυνότητας», δήλωσε ο Αλαν Ρέινολντς του Ινστιτούτο Catoπου είπε ότι οι περικοπές δαπανών είχαν αποσοβήσει τους φόβους περί ιρλανδικής χρεοκοπίας, και προέβλεψε ταχεί9α οικονομική ανάκαμψη.
Αυτά έγιναν τον Ιούνιο του 2009. Από τότε, τα επιτόκια δανεισμού της Ιρλανδίας διπλασιάστηκαν και η ανεργία έφτασε στο 13,5%. Κι έπειτα, είναι και το βρετανικό παράδειγμα. Όπως και η Αμερική, έτσι και η Βρετανία εξακολουθεί να θεωρείται φερέγγυα από τις από τις χρηματοοικονομικές αγορές, γεγονός που θα της απέτρεπε να ακολουθεί μια στρατηγική
Προτεραιότητα στις θέσεις εργασίας. Αλλά η κυβέρνηση Κάμερον επέλεξε, αντίθετα, να κινηθεί προς μια άμεση πολιτική λιτότητας, με την πεποίθηση ότι οι ιδιωτικές δαπάνες θα αντισταθμίσουν και την υποχώρηση του κράτους. Το σχέδιο Κάμερον βασίστηκε στην πεποίθηση ότι η νεράιδα της εμπιστοσύνης θα φρόντιζε να πάνε όλα κατ’ ευχήν.
Αλλά δεν το έκανε. Η βρετανική ανάπτυξη κόλλησε και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αναθεωρήσει προς τα πάνω τις προβλέψεις της για τα ελλείμματα.
Ένα σοβαρό δημοσιονομικό πλάνο για την Αμερική θα ευθυνόταν στους τομείς με τις υψηλότερες δαπάνες, πρώτα απ’ όλα στον κλάδο της υγείας, περιλαμβάνοντας σχεδόν σίγουρα κάποιου είδους φορολογικές αυξήσεις. Αλλά δεν είμαστε σοβαροί: και η παραμικρή αναφορά στην αποτελεσματική χρησιμοποίηση των κεφαλαίων από το Madicare προσκρούει στις ιαχές περί «επιτροπών θανάτου» και οι επίσημες θέσεις του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος φαίνεται να είναι ότι κανείς δεν θα έπρεπε να καταλάβει ποτέ υψηλότερους φόρους. Αντίθετα όλη η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τις βραχυπρόθεσμες περικοπές δαπανών.
Με λίγα λόγια στην Αμερική έχουμε ένα κλίμα που τα αυτοαποκαλούμενα γεράκια των ελλειμμάτων θέλουν να τιμωρήσουν τους ανέργους, ενώ την ίδια ώρα αντιτίθενται σε οποιαδήποτε κίνηση θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα μακροπρόθεσμα προβλήματα του προϋπολογισμού. Αλλά να τι μας δείχνει η εμπειρία των άλλων χωρών: «Η νεράιδα της εμπιστοσύνης δεν πρόκειται να μας σώσει από τις επιπτώσεις της απερισκεψία μας".
Τι το κοινό έχουν οι παρακάτω εξελίξεις; Αποδεικνύουν ότι η περιστολή δαπανών σε περίοδο υψηλής ανεργίας είναι λανθασμένη. Οι υπέρμαχοι της λιτότητας προέβλεπαν ότι η περιστολή δαπανών θα έφερνε γρήγορα αποτελέσματα υπό τη μορφή της αυξανόμενης εμπιστοσύνης και ότι οι αρνητικές συνέπειες σε ανάπτυξη και θέσεις εργασίας θα ήταν, αν όχι ανύπαρκτες, σίγουρα πάντως λίγες. Έκαναν λάθος. Και δυστυχώς αυτόν τον καιρό στην Ουάσιγκτον σοβαρός θεωρείται μόνο όποιος εμφανίζεται ως οπαδός αυτής της ίδιας θεωρίας.
Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Πριν από δύο χρόνια, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης έκαναν τους ηγέτες των πιο προηγμένων οικονομικά χωρών να συνειδητοποιήσουν ότι τα προβλήματα θα έπρεπε να επιλυθούν σταδιακά και ότι η πιο επείγουσα ανάγκη ήταν η δημιουργία θέσεων εργασίας μαζί με μια μακροπρόθεσμη στρατηγική μείωσης των ελλειμμάτων.
Γιατί δεν μείωσαν αμέσως τα ελλείμματα; Επειδή οι αυξήσεις φόρων και η περιστολή των κρατικών δαπανών θα προκαλούσαν ακόμα μεγαλύτερη ύφεση, επιτείνοντας και το πρόβλημα της ανεργίας. Και οι περικοπές δαπανών σε μία οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση είναι σε μεγάλο βαθμό και ακόμη και από καθαρά οικονομική πλευρά, αυτοκαταστροφικές.
Αρά, πρώτα, πρώτα οι θέσεις εργασίας, και αργότερα τα ελλείμματα ήταν και παραμένει η σωστή στρατηγική. Δυστυχώς όμως, φανταστικοί κίνδυνοι και διαψευσμένες ελπίδες έχουν οδηγήσει στην εγκατάλειψή της. Από τη μία μας λένε συνέχεια ότι αν δεν μειώσουμε αμέσως τις δαπάνες, θα καταντήσουμε σαν την Ελλάδα. Από την άλλη μας λένε να μην ανησυχούμε για τον αντίκτυπο που έχουν οι περικοπές δαπανών στις θέσεις εργασίας, γιατί η δημοσιονομική λιτότητα, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη, θα δημιουργήσει στην πραγματικότητα νέες θέσεις εργασίας.
Από τότε που η κρίση άρχισε να χαλαρώνει, τα αυτόκλητα «γεράκια των ελλειμμάτων», φωνάζουν για τα επιτόκια, ερμηνεύοντας και την παραμικρή αύξηση ως μια στροφή των αγορών ενάντια στην Αμερική. Αλλά η αλήθεια είναι ότι τα επιτόκια ανεβαίνουν και κατεβαίνουμε την ελπίδα της οικονομικής ανάκαμψης. Και από τη στιγμή που δεν διαφαίνεται ακόμα καμία ισχυρή ανάκαμψη, τα επιτόκια είναι σήμερα πιο χαμηλά από ότι ήταν πριν από δύο χρόνια.
Αλλά και πάλι, δεν θα μπορούσε η Αμερική να καταλήξει σαν την Ελλάδα; Θα μπορούσε. Αν οι επενδυτές αποφασίσουν ότι είμαστε μια Μπανανία και ότι οι πολιτικοί μας είτε δεν μπορούν είτε δεν θέλουν θα αντιμετωπίσουν τα μακροπρόθεσμα προβλήματα, τότε όντως, θα σταματήσουν να αγοράζουν το χρέος μας. Αλλά αυτή η προοπτική δεν έχει απολύτως καμία σχέση με το αν εμείς αυτοτιμωρούμαστε με βραχυπρόθεσμες περικοπές δαπανών.
Δεν έχετε παρά να ρωτήσετε τους Ιρλανδούς των οποίων η κυβέρνηση, έχοντας επωμιστεί ένα τεράστιο βάρος στην προσπάθειά της να σώσει τις προβληματικές τράπεζες, προσπάθησε να καθησυχάσει τις αγορές επιβάλλοντας αυστηρά μέτρα λιτότητας. Όλοι αυτοί που ζητάνε περικοπές δαπανών στην Αμερική, χειροκρότησαν. «Η Ιρλανδία προσφέρει ένα αξιοθαύμαστο παράδειγμα δημοσιονομικής υπευθυνότητας», δήλωσε ο Αλαν Ρέινολντς του Ινστιτούτο Catoπου είπε ότι οι περικοπές δαπανών είχαν αποσοβήσει τους φόβους περί ιρλανδικής χρεοκοπίας, και προέβλεψε ταχεί9α οικονομική ανάκαμψη.
Αυτά έγιναν τον Ιούνιο του 2009. Από τότε, τα επιτόκια δανεισμού της Ιρλανδίας διπλασιάστηκαν και η ανεργία έφτασε στο 13,5%. Κι έπειτα, είναι και το βρετανικό παράδειγμα. Όπως και η Αμερική, έτσι και η Βρετανία εξακολουθεί να θεωρείται φερέγγυα από τις από τις χρηματοοικονομικές αγορές, γεγονός που θα της απέτρεπε να ακολουθεί μια στρατηγική
Προτεραιότητα στις θέσεις εργασίας. Αλλά η κυβέρνηση Κάμερον επέλεξε, αντίθετα, να κινηθεί προς μια άμεση πολιτική λιτότητας, με την πεποίθηση ότι οι ιδιωτικές δαπάνες θα αντισταθμίσουν και την υποχώρηση του κράτους. Το σχέδιο Κάμερον βασίστηκε στην πεποίθηση ότι η νεράιδα της εμπιστοσύνης θα φρόντιζε να πάνε όλα κατ’ ευχήν.
Αλλά δεν το έκανε. Η βρετανική ανάπτυξη κόλλησε και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αναθεωρήσει προς τα πάνω τις προβλέψεις της για τα ελλείμματα.
Ένα σοβαρό δημοσιονομικό πλάνο για την Αμερική θα ευθυνόταν στους τομείς με τις υψηλότερες δαπάνες, πρώτα απ’ όλα στον κλάδο της υγείας, περιλαμβάνοντας σχεδόν σίγουρα κάποιου είδους φορολογικές αυξήσεις. Αλλά δεν είμαστε σοβαροί: και η παραμικρή αναφορά στην αποτελεσματική χρησιμοποίηση των κεφαλαίων από το Madicare προσκρούει στις ιαχές περί «επιτροπών θανάτου» και οι επίσημες θέσεις του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος φαίνεται να είναι ότι κανείς δεν θα έπρεπε να καταλάβει ποτέ υψηλότερους φόρους. Αντίθετα όλη η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τις βραχυπρόθεσμες περικοπές δαπανών.
Με λίγα λόγια στην Αμερική έχουμε ένα κλίμα που τα αυτοαποκαλούμενα γεράκια των ελλειμμάτων θέλουν να τιμωρήσουν τους ανέργους, ενώ την ίδια ώρα αντιτίθενται σε οποιαδήποτε κίνηση θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα μακροπρόθεσμα προβλήματα του προϋπολογισμού. Αλλά να τι μας δείχνει η εμπειρία των άλλων χωρών: «Η νεράιδα της εμπιστοσύνης δεν πρόκειται να μας σώσει από τις επιπτώσεις της απερισκεψία μας".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου