Το αστείο με τα εθνικά στερεότυπα είναι ότι πολύ εύκολα αναδιατυπώνονται, έτσι ώστε να αλλάζουν αξιολογικό πρόσημο. Οι Γερμανοί είναι για μας, ανάλογα με τη συγκυρία, πότε πειθαρχικοί, εργατικοί, μεθοδικοί και πότε ρομπότ, ψυχροί, στενοκέφαλοι, ωμοί. Παρόμοια, οι ανεύθυνοι, τεμπέληδες, σπάταλοι Νοτιοευρωπαίοι του σήμερα ήταν χθες για τους βόρειους οι αξιοζήλευτοι καλλιτέχνες της ευζωίας - ιλαρά πλάσματα, που ήξεραν πώς να απολαμβάνουν την καθημερινότητα και δεν ήταν αλλοτριωμένα από την άτεγκτη οργάνωση και την τυφλή προσήλωση στη δουλειά. Οταν αλλάζει όμως η διάθεση, αλλάζει και η γνώμη. Και τότε φαίνεται καθαρά ότι δεν έχουν όλα τα στερεότυπα την ίδια δύναμη. Η ξαφνική οργή του ηγεμόνα βρίσκει εύκολο στόχο στο πρόσωπο του γελωτοποιού του, η οργή του γελωτοποιού όμως πέφτει στο κενό. Τα δραστικότερα στερεότυπα εφαρμόζονται από τους πιο δυνατούς στους πιο αδύναμους.
Μετά την κριτική, η αυτοκριτική: ναι, πολλές από τις κατηγορίες που εκτοξεύει ο εγκρατής ευρωπαϊκός Βορράς εναντίον του ελαφρού Νότου έχουν βάση. Και ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, με τις τόσες και σε αρκετές περιπτώσεις τόσο έντονες αποκλίσεις της από τον ευρωπαϊκό «κανόνα», το ολοένα πιο διάτορο και διάχυτο ερώτημα αν η χώρα αυτή ανήκει πολιτισμικά στην Ευρώπη δεν μοιάζει τόσο άτοπο. Το θέτουν άλλωστε με απόγνωση ακόμη και ακραιφνείς έλληνες ευρωπαϊστές.
Μπορεί κανείς, με εξίσου καλά επιχειρήματα, να απαντήσει σ' αυτό το ερώτημα είτε θετικά είτε αρνητικά.
Η Ελλάδα, ως κρατική οντότητα, γεννήθηκε μέσα από έναν απελευθερωτικό αγώνα που διαπνεόταν από τις ιδέες του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, έχοντας ως κύριο φορέα, ιδεολογικά και οργανωτικά, τον ανοιχτό στον κόσμο ελληνισμό της Διασποράς. Ο αγώνας αυτός δόθηκε όμως σε μια κατά πολύ αρχαϊκή κοινωνία με βαθιές και ανθεκτικές ρίζες στην παράδοση. Η Ελλάδα είχε χάσει το ραντεβού με την Αναγέννηση. Επίσης, δεν παρήγαγε αστική τάξη ομοειδή και ανάλογης ισχύος με αυτήν που προέκυψε στη Δύση. Με λίγες τοπικές εξαιρέσεις τα ανερχόμενα στρώματα αποτελούνταν κυρίως από εμπόρους και πλοιοκτήτες, που δεν μπορούσαν να αλλάξουν τις κοινωνικές δομές της χώρας τόσο ανατρεπτικά όπως έκανε ο καπιταλισμός στον δυτικό κόσμο.
Το αποτέλεσμα ήταν μια παρατεταμένη, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα σχεδόν ανεπανάληπτη ένταση ανάμεσα στη νεωτερικότητα και μια προνεωτερική, μερικές φορές μάλιστα συνειδητά αντινεωτερική στάση. Επίσημα, η Ελλάδα προικίστηκε πολύ γρήγορα με προοδευτικούς θεσμούς. Ηταν για δεκαετίες τον 19ο αιώνα η μόνη ευρωπαϊκή χώρα ανατολικά του Ρήνου που είχε σύνταγμα και η πρώτη που καθιέρωσε την καθολική ψηφοφορία (για τους άνδρες). Επίσης, έχει μακρότερη δημοκρατική παράδοση από πολλές ευρωπαϊκές χώρες και πάντως από όλες τις γειτονικές της. Αλλά η επίδραση αυτών των θεσμικών κατακτήσεων στη συνείδηση του λαού μετριάζεται, στην κοινωνική καθημερινότητα, από προνεωτερικά ήθη και πρακτικές, που για πολλούς Ελληνες αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής ταυτότητας.
Δεν είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς σ' αυτά τα ήθη τόσο τα προτερήματα όσο και τα μειονεκτήματα του ελληνικού τρόπου ζωής. Αν οι ισχυροί δεσμοί μέσα στη μείζονα οικογένεια σχηματίζουν ένα δίχτυ υλικής και ψυχολογικής ασφάλειας για κάθε μέλος της, εμποδίζουν από την άλλη την ανάπτυξη της ατομικότητας και είναι μια από τις αιτίες του πελατειακού συστήματος. Η χαλαρή σχέση του Ελληνα με τον χρόνο μπορεί να είναι καλή για την ψυχική υγεία, αλλά κανένας δεν θα ισχυριζόταν ότι ευνοεί την παραγωγικότητα. Η δεισιδαιμονία έχει ακόμη μεγάλη διάδοση στον πληθυσμό, αυτό όμως δεν είναι άσχετο με τη διατήρηση πολλών πανάρχαιων, ωραίων εθίμων, που έχουν βαθύτερο νόημα από τις απλοϊκές προλήψεις. Ακόμη και η ελληνική φιλοξενία είναι, από μια άποψη, η άλλη πλευρά της δυσπιστίας προς θεσμούς που υπερβαίνουν την κοινότητα και τις προσωπικές σχέσεις. Υπάρχουν και όψεις του ελληνικού «εθνικού χαρακτήρα» που, πολύ απλά, παρερμηνεύονται από τους ξένους, ιδίως τους Βορειοευρωπαίους. Οι γεμάτες εν μέσω κρίσης ταβέρνες, για παράδειγμα, δεν είναι ένδειξη αδήλωτου πλούτου, όπως συμπεραίνουν με αγανάκτηση εκείνοι, αλλά διαφοράς προτεραιοτήτων ανάμεσα στον Ελληνα και τον Γερμανό ή τον Ολλανδό. Η παροιμία «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση» βγήκε από έναν λαό που ήξερε πολύ καλά τι θα πει φτώχεια, αλλά είχε αποφασίσει να μην την αφήσει να τον κάνει μίζερο ή καταθλιπτικό.
Η Ελλάδα παραείναι ανατολίτικη για να είναι μια «γνήσια» ευρωπαϊκή χώρα και παραείναι δυτική για να ανήκει στην Ανατολή, έστω την «καθ' ημάς». Στην πραγματικότητα έτσι ήταν πάντοτε ή τουλάχιστον από τα ελληνιστικά χρόνια. Μια τέτοια διφυΐα, όπως και ανάλογες ιδιαιτερότητες άλλων λαών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, θα έπρεπε να θεωρούνται εμπλουτιστικές της ευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας, αν η επίκληση της ενότητας στη διαφορετικότητα δεν είναι απλώς προσχηματική. Το ζήτημα για μας είναι πώς θα εκσυγχρονίσουμε τις παραδόσεις μας, κρατώντας και αναπροσαρμόζοντας το περιεχόμενό τους, όπου έχει διαχρονική αξία, και παραμερίζοντας τα νεκρά κελύφη - έργο καθόλου εύκολο, ίσως μάλιστα ακατόρθωτο, αλλά που είναι ανάγκη να αναληφθεί, αν θέλουμε να έχουμε ζωντανή παρουσία, ως χώρα, στον αυριανό κόσμο.
Το δυστύχημα για την Ελλάδα είναι ότι μετά την ένταξη στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση τα κόμματα εξουσίας, εφησυχασμένα, παραιτήθηκαν από την πολιτική, ανέστειλαν την πορεία ουσιαστικού εκσυγχρονισμού της χώρας και εκφυλίστηκαν σε γραφειοκρατικούς, διεφθαρμένους, ολοένα χαμηλότερης ποιότητας από πλευράς προσωπικού μηχανισμούς, που είχαν για μόνο σκοπό την αναπαραγωγή τους και για να τον πετύχουν μοίραζαν με αδιανόητα ανεύθυνο τρόπο επιδοτήσεις και δάνεια στην εκλογική πελατεία τους, αντί να τα επενδύουν συνετά.
Αλλά η παραίτηση από την πολιτική είναι άραγε μόνον ελληνικό πρόβλημα; Η άνευ όρων υποταγή των πολιτικών ελίτ της Ευρώπης στα κελεύσματα των χρηματαγορών δεν είναι τάχα αυτοκτονική για τα πολιτικά καθεστώτα, εκτός από εξουθενωτική για τους λαούς της ηπείρου; Μήπως δεν βλέπουμε ότι η προϊούσα υποτροπή σε κοντόθωρα εθνικά συμφέροντα απειλεί να καταστρέψει την ευρωπαϊκή ενότητα; Στο τέρμα αυτής της πορείας, ένα τέρμα που ίσως δεν είναι μακριά, θα μπορούσε κανείς να θέσει για οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, και όχι μόνο για την Ελλάδα, το ερώτημα αν ανήκει στην Ευρώπη.
Μια μορφή αυτού του άρθρου δημοσιεύτηκε στη γερμανική εφημερίδα «Der Tagesspiegel» στις 25 Νοεμβρίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου