Το φάντασμα της κατάρρευσης δεν έχει καθόλου φαντασία. Οταν, λέει, πέσουν και τα τελευταία προσχήματα, όταν οι πολιτικοί μας δεν θα μπορούν καν να μας πουν πως απέτυχαν τα μέτρα τους, όταν στον θόρυβο που θα ξεσηκώνουν τα ερείπια γύρω τους κανείς δεν θα μπορεί να τους ακούσει, θα ξαναβγούν τα τανκς στους δρόμους.
Το έχουμε ξαναπεί. Στην πτωχευμένη χώρα πού θα βρουν τα τανκς καύσιμα; Θα μου πείτε, υπάρχουν πάντα οι σπόνσορες της καταστροφής, οι από αιώνων συνωμότες, αυτοί που μας έφεραν ώς εδώ που μας έφεραν για να μπορέσουν να μας αγοράσουν κοψοχρονιά. Οταν οι πάσης φύσεως καλοθελητές, επίδοξοι σωτήρες της αξιοπρέπειάς μας θα τρέχουν να κρυφτούν, τότε οι συνωμότες θα δράσουν ανενόχλητοι.
Ομως τα τανκς εκτός από καύσιμα χρειάζονται και οργάνωση. Και θα μου επιτρέψετε να αμφιβάλλω κατά πόσον είναι δυνατόν να υπάρξει αυτή η στοιχειώδης οργάνωση στην κινούμενη άμμο που μας περιβάλλει. Θα μου πείτε, όλα μπορεί να συμβούν.
Ομως το επαναλαμβάνω. Το φάντασμα της κατάρρευσης δεν έχει φαντασία. Ψαρεύει στα θολά νερά της συλλογικής μνήμης για να παράγει ψυχολογικά αντανακλαστικά: τα τανκς τα ξέρουμε, θα τα αντιμετωπίσουμε όπως τα αντιμετωπίσαμε και τότε, θα ξαναρθεί η δημοκρατία κάποια στιγμή, θα γίνει μια ακόμη μεταπολίτευση, η Ελλάδα θα ξαναμπεί στην Ευρώπη και σε καμιά πενηνταριά χρόνια, αφού οργανώσουμε και πάλι Ολυμπιακούς Αγώνες θα ξαναβρεθούμε στα σημερινά. Τι είναι πενήντα χρόνια μπροστά στην ελληνική αθανασία;
Επειδή όμως το φάντασμα της κατάρρευσης δεν έχει φαντασία, μάλλον πρέπει, για να το περιγράψουμε, να αξιοποιήσουμε τα στοιχεία της πραγματικότητας. Κι αυτή η πραγματικότητα μας λέει πως αν καταρρεύσει το ελληνικό κράτος, όταν θα καταρρεύσουν και τα τελευταία προσχήματα που το συγκρατούν, όταν θα εξαντληθεί και η δύναμη της αδράνειας που του επιτρέπει ακόμη να λειτουργεί, ε, τότε ο πόλεμος όλων εναντίον όλων θα γίνει καθεστώς. Η κοινωνία δεν θα είναι κοινωνία αλλά ένα μωσαϊκό συμμοριών. Κι αυτό είναι το ανείπωτο που μας τρομάζει όλους, κι αυτό είναι το πρωτόγνωρο: το αίσθημα, η βεβαιότητα μάλλον, πως και οι τελευταίοι συνεκτικοί ιστοί του κοινωνικού σώματος έχουν εξασθενήσει τόσο ώστε με το παραμικρό κινδυνεύουν να διαλυθούν.
Ας σκεφτούμε λοιπόν απλά πως ο τελευταίος συνεκτικός ιστός που έχει απομείνει, η τελευταία «ενεργή» σχέση είναι αυτή που μας συνδέει με την υπόλοιπη Ευρώπη. Το αίσθημα ότι δεν είμαστε μόνοι, ότι κάποιος μας παρακολουθεί, κάποιος έχει λόγους να μη μας αφήσει να αυτοκτονήσουμε. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η σχέση βρίσκεται στα χέρια μιας πολιτικής τάξης που εξακολουθεί να χαμογελά στην πραγματικότητα με το αυτάρεσκο χαμόγελο του ηλιθίου που ενώ γύρω του βοά το τσουνάμι, αυτός κοιτάζει να σώσει τα εργαλεία της κηπουρικής που τον συντροφεύουν το Σαββατοκύριακο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου