«Κάθε οικονομία βασίζεται στην εσφαλμένη υπόθεση ότι ο μπαταχτσής θα πληρώσει τα χρέη του. Οταν δεν το κάνει, έχουμε την αποκαλούμενη συντονισμένη στήριξη, όπου όλοι κερδίζουν, με εξαίρεση το κράτος. Τη χρεοκοπία την αναγνωρίζει κανείς στην προτροπή προς τους πολίτες να έχουν εμπιστοσύνη. Συνήθως δεν τους έχει απομείνει τίποτε άλλο να έχουν». Συγγραφέας αυτού του κειμένου είναι ο Κουρτ Τουχόλσκι, ο πλέον διάσημος σατιρικός της Γερμανίας του μεσοπολέμου.
Δημοσιεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 1931, λιγότερο από δύο χρόνια πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η οποία σηματοδοτεί το τέλος της πρώτης γερμανικής δημοκρατίας, της λεγόμενης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Στον απόηχο του κραχ του '29, η Γερμανία μέτραγε ήδη έξι εκατομμύρια ανέργους, το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού. Οπως όλοι οι σύγχρονοί του Γερμανοί, ο Τουχόλσκι δεν ήταν πρωτάρης στα οικονομικά ζόρια. Επτά χρόνια νωρίτερα είχε βιώσει την εμπειρία του υπερπληθωρισμού που εκμηδένισε το γερμανικό νόμισμα και απαλλοτρίωσε τη γερμανική μεσαία τάξη.
Γενικότερα πάντως, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δεν ήταν ακριβώς το κατάλληλο περιβάλλον για φιλήσυχους και νοικοκυρεμένους πολίτες. Πέρα από τις δύο τρομακτικές περιόδους οικονομικής εξαθλίωσης, ο Τουχόλσκι και οι σύγχρονοί του έπρεπε να επιβιώσουν από την επανάσταση του 1918 που ανέτρεψε το αυτοκρατορικό καθεστώς του Κάιζερ, δύο ακροαριστερές εξεγέρσεις, δύο πραξικοπηματικές απόπειρες της ακροδεξιάς να καταλάβει την εξουσία, την κατάληψη του Ρουρ από τους Γάλλους, τακτικότατες συγκρούσεις ανάμεσα σε ακροαριστερές και ακροδεξιές ομάδες στους δρόμους, για να καταλήξουν εντέλει σε έναν καγκελάριο ονόματι Χίτλερ.
Από όλα αυτά, κατά τη γνώμη των ιστορικών, η πιο τραυματική εμπειρία για τους Γερμανούς πρέπει να ήταν ο υπερπληθωρισμός των ετών 1920 - 23. Η σημαντικότερη αιτία για τον υπερπληθωρισμό ήταν ότι η αυτοκρατορική κυβέρνηση αποφάσισε να χρηματοδοτήσει την πολεμική προσπάθεια στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο εξ ολοκλήρου με εσωτερικό δανεισμό και τυπώνοντας νέο χρήμα.
Οπως εξήγησε ο Κέινς στις «Οικονομικές συνέπειες της Ειρήνης», η γερμανική κυβέρνηση τυπώνοντας χρήμα προκάλεσε έναν πρωτοφανή πληθωρισμό του νομισματικού συστήματος, γιατί ήταν ανίκανη, αδύναμη ή και διόλου διορατική ώστε να εξασφαλίσει με φόρους τα μέσα που χρειαζόταν».
Τον Ιούλιο του 1914 με ένα δολάριο αγόραζες 4,2 μάρκα. Στο τέλος του πολέμου, τον Ιανουάριο του 1918, η αγοραστική αξία του δολαρίου είχε ανέβει στα 17. Υστερα όμως ήρθε η Συνθήκη των Βερσαλλιών, η ταπείνωση της Γερμανίας και οι υπέρογκες επανορθώσεις. Το δολάριο σκαρφάλωσε στα 42. Ως τον Οκτώβρη του 1922 το μάρκο είχε πέσει στο ένα χιλιοστό της αξίας του.
Τον Ιανουάριο του 1923, και για να εκβιάσουν την καταβολή των επανορθώσεων, οι Γάλλοι κατέλαβαν τη βιομηχανική «καρδιά» της Γερμανίας, το Ρουρ. Το δολάριο εκτινάχτηκε στα 49.000 μάρκα. Τρεις μήνες αργότερα άγγιζε τις 760.000 μάρκα. Τον Αύγουστο του 1923 με ένα δολάριο αγόραζες 4.860.000 μάρκα. Τον Σεπτέμβριο 53 εκατομμύρια. Στις 3 Οκτωβρίου 1923, η ισοτιμία είχε φτάσει στα 440 εκατ. μάρκα, στις 11 του ίδιου μήνα στα 5 δισ. και στις 22 στα 42 δισ. Τον Νοέμβριο του 1923, στο αποκορύφωμα του υπερπληθωρισμού, με ένα δολάριο αγόραζες 420 δισ. μάρκα. Το νόμισμα μπορούσε να εξευτελιστεί μέσα σε λίγες ώρες. Η κεντρική τράπεζα τύπωνε ακόμα και χαρτονομίσματα των 100 τρισ. μάρκων.
Ο υπερπληθωρισμός είχε καταστρεπτικές συνέπειες για την εσωτερική συνοχή της πρώτης γερμανικής δημοκρατίας. Τα μεσαία στρώματα, που αγοράζοντας κρατικά ομόλογα είχαν στηρίξει την πολεμική προσπάθεια, είδαν τις περιουσίες τους να εξανεμίζονται. Η εργατική τάξη τα μεροκάματά της να εκμηδενίζονται, όπως άλλωστε διαπίστωσαν για τις απολαβές τους οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι επαγγελματίες.
Με την ειρήνη των Βερσαλλιών, που οι περισσότεροι Γερμανοί την αντιλαμβάνονταν ως ατιμωτική, η νεαρή δημοκρατία δεν είχε ξεκινήσει με τον καλύτερο τρόπο. Ο υπερπληθωρισμός τής έδωσε τη χαριστική βολή αφού την απαξίωσε στα μάτια εκείνων που θα έπρεπε να την υπερασπιστούν.
Ο υπερπληθωρισμός του '21 - '23 καταγράφηκε στη συλλογική μνήμη των Γερμανών, που ανατριχιάζουν ακόμα στο άκουσμα της φράσης «τυπώνω χρήμα». Η κοινωνική ατμόσφαιρα της Βαϊμάρης απαθανατίστηκε από τη λογοτεχνία και εκείνη η περίοδος (συμπεριλαμβανομένου του Τουχόλσκι) παραμένει υψηλά στις προτιμήσεις του γερμανικού αναγνωστικού κοινού. Πιθανότατα, πέρα από την ανησυχία για τις προσωπικές αποταμιεύσεις ή τη σύνταξη, το ρεφλέξ που προκαλεί είναι και πολιτικό. Υπερπληθωρισμός ίσον εθνικοσοσιαλισμός...
Προκαταλήψεις με την ισχύ του νομίσματος
Κάποιες από τις προκαταλήψεις που γέννησε η εμπειρία της Βαϊμάρης εξακολουθούν να κυριαρχούν στην αντίληψη των Γερμανών. Δεν είναι τυχαίο ότι από όλα τα μεταπολεμικά τους επιτεύγματα, οι Γερμανοί ήταν περήφανοι κυρίως για την ισχύ του γερμανικού μάρκου.
Κληρονομία της Βαϊμάρης αποτελεί το ότι όλα τα γερμανικά πολιτικά κόμματα τάσσονται υπέρ μιας ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας που θα υπερασπίζεται την αξία του νομίσματος και δεν θα «τυπώνει χρήμα». Το άγχος ότι η Μέρκελ θα υποκύψει τελικά στις γαλλικές απαιτήσεις, και θα το επιτρέψει, οδήγησε πολλούς στο να χρεώνονται για να αγοράζουν σπίτια, η εμπειρία της Βαϊμάρης άλλωστε ήταν ότι οι ιδιοκτήτες ακινήτων και εμπράγματων αξιών ξεχρέωσαν μόνο και μόνο χάρις στον πληθωρισμό. Παρά τις συνεχείς αναφορές στον φόβο της Βαϊμάρης όμως, η περίοδος εκείνη ελάχιστη σχέση έχει με τη σημερινή.
Το Κραχ του '29 και η παγκόσμια οικονομική ύφεση που ακολούθησε εμπίπτουν βέβαια μέσα στα χρονικά όρια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, και είναι γνωστό ότι η εξαθλίωση που προκάλεσαν έδωσε την αποφασιστική ώθηση στον εθνικοσοσιαλισμό και οδήγησε στον πόλεμο. Ωστόσο αυτό συνέβη σε μια Δημοκρατία που είχε απαξιωθεί προτού ριζώσει, κάτι που δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς για τις ευρωπαϊκές Δημοκρατίες σήμερα. Οι λοιπές ιστορικές παράμετροι καμιά σχέση δεν έχουν μεταξύ τους. Και το αν έχει ριζώσει η Ε.Ε. ή αν πρόκειται να καταρρεύσει, θα το δείξει η Ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου