Στα περισσότερα ηλεκτρονικά μηχανήματα, κάποια στιγμή, πρέπει να χρησιμοποιήσεις το περίφημο κουμπί «reset». Πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή, αν θέλουμε να κάνουμε recover. Μπορεί το Μνημόνιο να μην ασχολήθηκε, αρχικώς, με το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας. Ηταν επείγον να βρεθούν κεφάλαια που θα συγκρατήσουν το ελληνικό κράτος από την πτώχευση. Η αγωνία για το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα κάλυψε τα πάντα. Η αντιμετώπιση του άλλου ελλείμματος, αυτού που δημιουργείται στις διεθνείς συναλλαγές της χώρας, η συζήτηση δηλαδή για τους προσδιοριστικούς παράγοντες της ανταγωνιστικότητας της εθνικής παραγωγής, πρακτικώς, αγνοήθηκε.
Δεν είναι ότι το κράτος δεν γνώριζε το πρόβλημα. Το 2005 είχε κηρυχθεί έτος ανταγωνιστικότητας από το αρμόδιο υπουργείο, χωρίς, όμως, να υπάρξει η παραμικρή βελτίωση. Στην περίοδο 2001-2009, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας έναντι των 28 βασικών εμπορικών εταίρων μας υποχώρησε κατά 32% λόγω του συγκριτικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Γνωρίζουμε τώρα πως πριν φτάσουμε στο τερατώδες κρατικό έλλειμμα του 2009, το εγχώριο προϊόν είχε αρχίσει να υποχωρεί, με αποτέλεσμα το 2008 να κλείσει με πραγματική μείωση του επιπέδου της εθνικής παραγωγής και των εισοδημάτων. Στην ίδια περίοδο, το ελληνικό κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 42%, όταν σε ολόκληρη τη Ζώνη του Ευρώ η αύξηση ήταν 20%. Ακόμη κι αν είχαμε διορθώσει όλους τους άλλους διαρθρωτικούς παράγοντες που προσδιορίζουν την ανταγωνιστικότητα, όπως σκόπευε να κάνει το «εορταστικό» έτος του υπουργείου, η δυσμενής εξέλιξη του συγκριτικού μισθολογικού κόστους σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί με ίδιους πόρους.
Γιατί, τότε, οι επιχειρήσεις έδιναν παρόμοιες αυξήσεις, αν δεν μπορούσαν να τις αντέξουν; Ο κύριος λόγος ήταν ότι επρόκειτο για την πλέον ασφαλή μέθοδο αυτοσυντήρησης του πληθωρισμού αμοιβών. Τόσο της εργασίας, όσο και του κεφαλαίου. Ο συστηματικός πληθωρισμός αποτελούσε μια θεσμικώς όσο και εθιμικώς καθιερωμένη πεποίθηση των κοινωνικών εταίρων και των κυβερνήσεων. Οι μισθολογικές προσαρμογές γίνονταν με σημείο εκκίνησης το κλείσιμο του πληθωρισμού στο τέλος της προηγούμενης περιόδου, συν το περιθώριο από τη διαπραγμάτευση. Παραδόξως, οι εκπρόσωποι των εργοδοτών «λύγιζαν» υπό το «βάρος» δυο-τριών τυπικών απεργιών, από αυτές στις οποίες συμμετέχει ο γνωστός στρατός των πληρωμένων συνδικαλιστών και το πανηγύρι για την καταστροφή της χώρας συνεχιζόταν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μεταξύ Μαρτίου 1998 (όταν με την υποτίμηση «κλειδώσαμε» την ισοτιμία της δραχμής έναντι του ECU) και Μαρτίου 2001, οι πιστώσεις προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας αυξάνονται στα 63 δισεκατομμύρια ή κατά 61,5%. Στα αμέσως επόμενα χρόνια, μεταξύ 2001 και 2009 η χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών πολλαπλασιάζεται κατά 4 φορές και φθάνει στα 250 δισεκατομμύρια ευρώ. Ολη αυτή η άνοδος στηρίχθηκε σε έναν τεράστιο δανεισμό του κράτους και των τραπεζών. Οχι όμως από τους ίδιους τους Ελληνες.
Οι καταθέσεις απλώς διπλασιάζονται, αυξάνονται δηλαδή κατά 145 δισ. Κανείς, πρακτικώς, ιδιώτης δεν τοποθετεί χρήματα σε ελληνικά ομόλογα, ενώ οι τράπεζες κρατούν σταθερές -κοντά στα 65 δισ. - τις τοποθετήσεις τους σε τίτλους του ελληνικού Δημοσίου, οι οποίες τώρα θα «κουρευτούν» προκειμένου να καταστεί διαχειρίσιμο το δημόσιο χρέος.
Ολο το υπόλοιπο χρήμα εισάγεται με δανεισμό στις διεθνείς αγορές. Μεταξύ ’01 και ’09, οι τράπεζες δανείζονται 84 δισ. από τους «ξένους», ενώ το κράτος δανείζεται 143 δισ. ακόμη. Αθροισμα, 227 δισ. Περίπου 30 δισ. κάθε χρόνο, τα οποία μετατρέπονται σε εγχώρια ευδαιμονία, αφού τα κρατικά ελλείμματα γίνονται εισοδήματα. Αν λοιπόν, τώρα, δεν διορθωθεί η ανταγωνιστικότητα των αμοιβών ή δεν εξυπηρετήσουμε το σωρευμένο χρέος πουλώντας κάτι δικό μας, εργασία ή κεφάλαιο, στη διεθνή αγορά, δεν υπάρχει. Ολα τα παραπάνω δεν είναι ούτε θέμα «ελάχιστης αμοιβής» ούτε «δώρων» ούτε «ωρίμανσης κλιμακίων». Μάλλον είναι θέμα... reset!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου