Μαθαίνουμε ότι οι κοινωνικοί «εταίροι» συμφωνούν πως δεν υπάρχει κανείς λόγος να αλλάξει ο κατώτατος ή εισαγωγικός μισθός. Παρόμοια αυθόρμητη συμφωνία μεταξύ συνδικαλιστών της εργοδοσίας και των απασχολουμένων προξενεί την απορία πολλών. Είναι βεβαίως αλήθεια ότι μικρό μόνον μέρος των εργαζομένων, περίπου 1 στους 10 ή 1 στους 15, αναλόγως τους υπολογισμούς, πληρώνεται με 10,5 χιλιάδες ευρώ, ποσό στο οποίο ανέρχεται η ετήσια ακαθάριστη αμοιβή.
Από αυτά, «στο χέρι» μένουν 8.800, ποσό μειωμένο κατά 16% περίπου από το προηγούμενο. Λίγα ή λιγότερα, κάποτε ίσως να φτάνουν κιόλας, η κατάσταση είναι διαφορετική για τον καθένα. Μάθαμε να λέμε ότι από εκεί θα ξεκινήσει κανείς, αλλά γρήγορα, κάθε τριετία, ο μισθός θα «ωριμάζει» μαζί με τον εργαζόμενο, ακόμη κι αν τίποτε άλλο, στη θέση, στην ευθύνη, στις ικανότητες, στα κέρδη ή στις ζημίες δεν αλλάξει για τον εργαζόμενο ή την επιχείρησή του. Θα μεγαλώνει μάλιστα γρηγορότερα αν, με το καλό, ξεκινήσει οικογένεια, λόγω του σχετικού επιδόματος.
Για την επιχείρηση πάλι, το κόστος της εργασίας που προσέφερε στον εργαζόμενο είναι πολύ ακριβότερο, λόγω της μεταφοράς πόρων προς το κράτος. Αν μείνουμε στην εισαγωγική ή κατώτατη ή ελάχιστη αμοιβή, στα βιβλία της εταιρείας θα γραφτεί δαπάνη 13,5 χιλιάδων, μεγαλύτερη κατά 53% εκείνης που καταλήγει «στην τσέπη» του εργαζομένου. Η διαφορά πηγαίνει σε φόρους, κρατήσεις για τη σύνταξη, κύρια και επικουρική, ασφάλιση υγείας, ανεργίας και εργατικής εστίας. Πρόκειται για το «μη μισθολογικό κόστος» στο οποίο αναφέρονται οι «κοινωνικοί εταίροι».
Θεωρείται, στις εκ του προχείρου συζητήσεις που κάνουμε με παροιμιώδη επιμονή, ότι η διαφορά μεταξύ «τσέπης» και «κόστους» θα μπορούσε να μειωθεί συνταρακτικά. Με τον τρόπο αυτόν, σκέφτονται πολλοί, θα μειωθεί το κόστος της επιχείρησης και η ανταγωνιστικότητα θα βελτιωθεί. Χωρίς μάλιστα να βλαφθεί η αγοραστική δύναμη του εργαζομένου, άρα και η ικανότητά του να στηρίζει την οικονομική δραστηριότητα με την κατανάλωσή του.
Κάπου εδώ σταματάει ο συλλογισμός των περισσοτέρων. Το «ζουμί», όμως, είναι στη συνέχεια. Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε μείωση γίνει στις λεγόμενες «κρατήσεις» ή στην εργοδοτική εισφορά θα έπρεπε, για να είμαστε δίκαιοι, να αποδοθεί στον εργαζόμενο. Η αμοιβή του εργαζομένου αφορά στο σύνολο του κόστους εργασίας και όχι στο μέρος που του αποδίδεται αφού εφαρμοστούν οι διατάξεις με τις οποίες καρατομείται ο βαρύς μόχθος και η πραγματική συμβολή της εργασίας στη δημιουργία του εθνικού πλούτου.
Φαντασθείτε, λοιπόν, ότι ο μισθός σάς αποδίδεται ολόκληρος, χωρίς καμία περικοπή. Θα έχετε εσείς πλέον την ευθύνη να πληρώσετε τους φόρους σας, όταν εκκαθαριστούν τα ετήσια εισοδήματά σας. Μόνος σας θα πρέπει να πληρώσετε το ασφαλιστικό σας ταμείο και να καλύψετε τους κινδύνους υγείας για εσάς και τους προστατευομένους σας. Ξεχωριστή ασφάλιση θα κάνατε για την περίπτωση που θα χάσετε το εισόδημά σας.
Ομως, καμία ελευθερία διαχείρισης του πλούτου που δημιουργούν, εργαζόμενοι και επιχειρήσεις, δεν είναι αποδεκτή από το κομματικό κράτος. Οι πολιτικές πλειοψηφίες ρυθμίζουν, με υποχρεωτικές διατάξεις, σχεδόν, τα πάντα. Απευθείας διαπραγμάτευση, χωρίς την άμεση ανάμειξη του κράτους, χωρίς να διορίζει την ηγεσία της ΓΣΕΕ, χωρίς να ορίζει τις κατώτατες αμοιβές με υπουργικές αποφάσεις, χωρίς να ψηφίζει η Βουλή τον κανονισμό προσωπικού μεγάλων επιχειρήσεων, άρχισε να υπάρχει στη χώρα στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90. Σε μεγάλο βαθμό επειδή προσαρμοστήκαμε στους κανόνες κοινωνικής συμβίωσης που προβλέπει το ευρωπαϊκό μοντέλο.
Στη δεκαετία του ’80, ολοκληρώθηκε ένας ακόμη σπουδαίος εξαναγκασμός. Λόγω της μεγάλης κρίσης στο δεύτερο μισό του ’70, η παρουσία του κράτους στον παραγωγικό τομέα ενισχύθηκε. Η κατάσταση έγινε χειρότερη με την κρατικοποίηση που διοργάνωσε το ΠΑΣΟΚ για όσες επιχειρήσεις χρειάστηκαν εξαιρετική χρηματοδότηση και διάσωση, την οποία προσέφερε το κρατικοποιημένο τραπεζικό σύστημα. Μέσα σε λίγα χρόνια, σχεδόν όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις απέκτησαν πανομοιότυπο «κανονισμό» ρύθμισης αμοιβών, εγγύησης απασχόλησης και παρεμπόδισης διοικητικών προσαρμογών.
Η πολιτική πλειοψηφία φρόντισε να ψηφίσει η Βουλή όσα «συμφωνήθηκαν». Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί το κόστος παραγωγής και λειτουργίας, χωρίς κανένα ορθολογικό κριτήριο. Το μεγαλύτερο κόστος έγινε υψηλότερος πληθωρισμός και η τιμαριθμοποίηση των συμβάσεων ενσωμάτωσε το κόστος στην παραγωγή. Η Ελλάδα έγινε μια πανάκριβη χώρα, χάνοντας πολλές θέσεις στην κατάταξη μεταξύ των ανταγωνιστών της.
Την περίοδο εκείνη, υπήρξε μια συστηματική πολιτική «μεσιτεία», ενώ πολύ συχνά, ο πολιτικός μεσάζων, βουλευτής ή κομματικός συνδικαλιστής, πουλούσε «προστασία», ακόμη και για όταν καταπατείται ο νόμος. Βεβαίως, στις σύγχρονες δημοκρατίες, αυτά, συμβαίνουν. Οταν όμως έρχεται η κρίση και το οικοδόμημα της κοινωνίας απειλείται, όταν το κράτος κινδυνεύει να καταρρεύσει και η ανεργία φουσκώνει, πρέπει να προσαρμοστούμε. Αν το κάναμε νωρίτερα, με μεγαλύτερη ορμή και ευελιξία, θα είχαμε ήδη αντιμετωπίσει ένα μεγάλο μέρος της κρίσης. Και, κυρίως, θα είχαμε προξενήσει μικρότερη ζημιά στην οικονομία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου