«Σπαράσσεται η καρδιά και θολώνει ο νους μας με όσα συνέβησαν τους τελευταίους καιρούς και εξακολουθούν να συμβαίνουν στον τόπο μας». Δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει κανείς με τα όσα διαπιστώνει ο Μακαριότατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος στην επιστολή του προς τον κ. Παπαδήμο. Οπως και κανείς δεν διαφωνεί με την επισήμανση ότι η ανασφάλεια και η απόγνωση έχουν φωλιάσει σε κάθε ελληνικό σπίτι, ότι η ανεργία και ο πληθυσμός των αστέγων που αυξάνονται μέρα με τη μέρα έχουν τα χαρακτηριστικά κοινωνικής επιδημίας. Δύσκολα θα διαφωνήσεις επίσης όταν διαβάζεις πως ο οικονομικός θάνατος με τον οποίο απειλείται η πατρίδα μας θα προκαλέσει κοινωνική έκρηξη με άγνωστες συνέπειες και θα οδηγήσει στην υποθήκευση της εθνικής κυριαρχίας, της δημοκρατίας και της αξιοπρέπειάς μας.
Με τίποτε από όλα αυτά, δυστυχώς, δεν μπορείς να διαφωνήσεις. Οι διαπιστώσεις αυτές είναι κοινοί τόποι που όλοι λίγο ώς πολύ τους μοιραζόμαστε και οι οποίοι, στον στενό και ανάερο χώρο τους, προσπαθούν να βολέψουν την ανασφάλεια του καθενός μας. Ολοι διαπιστώνουν πως τα πράγματα δεν πάνε καλά, πως τα πράγματα θα πάνε χειρότερα. Οσοι αρθρώνουν δημόσιο λόγο συμπεριφέρονται ως παρατηρητές ενός δράματος του οποίου το τέλος κανείς δεν έχει τη δύναμη ή την έμπνευση να οργανώσει. Ο από μηχανής θεός που θα μας σώσει δεν έχει ακόμη εφευρεθεί.
Θα περίμενε κανείς από την Εκκλησία να εξαιρεθεί από τον ρόλο του παρατηρητή, τον ρόλο που έχει αναλάβει επαξίως η πολιτική ηγεσία της χώρας; Γιατί όχι; Σε περιόδους κρίσεις όλα είναι υπό κρίση. Θα περίμενε κανείς από την Εκκλησία μια γενναία χειρονομία, η οποία θα της επέτρεπε να εξαργυρώσει στο παρόν το ιστορικό βάρος που δεν σταματάει να επικαλείται; Γιατί όχι; Πάντα υπάρχει η ελπίδα ότι ο λόγος της Εκκλησίας δεν εξαντλείται στην κωμικοτραγική ρητορεία του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ή στη μισαλλοδοξία του Πειραιώς.
Δυστυχώς όμως η επιστολή του Αρχιεπισκόπου έρχεται να αποδείξει ότι η Εκκλησία, αν μη τι άλλο, δεν έχει το θάρρος να αποδείξει ότι συμμετέχει στην κρίση της κρίσης, κρίνοντας εκτός των άλλων και τον εαυτό της. «Μπροστά σε όλα αυτά η Εκκλησία της Ελλάδος εξαντλεί κάθε δυνατότητα αλληλεγγύης. Και είναι θετικό που μέσα στην τόση καταχνιά ξεπροβάλλουν η ευαισθησία, το φιλότιμο και ο αγνός πατριωτισμός των Ελλήνων. Για να δώσει ένα πιάτο φαΐ, ένα ρούχο, μια ανάσα ζωής στους απελπισμένους».
Με δυο λόγια: η Εκκλησία κάνει ό, τι περνάει από το χέρι της. Η Εκκλησία κάνει ό, τι μπορεί διότι βλέπει ότι τα πράγματα δεν πάνε άλλο. Οπως κάνουν όλοι ό,τι περνάει από το χέρι τους, κυβέρνηση, συμπολίτευση και αντιπολίτευση, Αριστερά και Δεξιά, υπουργοί και υφυπουργοί, τραπεζίτες και περιπτεράδες, μουσικοί, ηθοποιοί και σκηνοθέτες. Και εσύ, μόνος και έρημος όπως έχεις απομείνει, απορείς πώς, με όλους αυτούς που σε περιτριγυρίζουν και κάνουν ό,τι κάνουν, ό,τι περνάει από το χέρι τους, αισθάνεσαι ότι δεν μπορείς άλλο πια.
Με τίποτε από όλα αυτά, δυστυχώς, δεν μπορείς να διαφωνήσεις. Οι διαπιστώσεις αυτές είναι κοινοί τόποι που όλοι λίγο ώς πολύ τους μοιραζόμαστε και οι οποίοι, στον στενό και ανάερο χώρο τους, προσπαθούν να βολέψουν την ανασφάλεια του καθενός μας. Ολοι διαπιστώνουν πως τα πράγματα δεν πάνε καλά, πως τα πράγματα θα πάνε χειρότερα. Οσοι αρθρώνουν δημόσιο λόγο συμπεριφέρονται ως παρατηρητές ενός δράματος του οποίου το τέλος κανείς δεν έχει τη δύναμη ή την έμπνευση να οργανώσει. Ο από μηχανής θεός που θα μας σώσει δεν έχει ακόμη εφευρεθεί.
Θα περίμενε κανείς από την Εκκλησία να εξαιρεθεί από τον ρόλο του παρατηρητή, τον ρόλο που έχει αναλάβει επαξίως η πολιτική ηγεσία της χώρας; Γιατί όχι; Σε περιόδους κρίσεις όλα είναι υπό κρίση. Θα περίμενε κανείς από την Εκκλησία μια γενναία χειρονομία, η οποία θα της επέτρεπε να εξαργυρώσει στο παρόν το ιστορικό βάρος που δεν σταματάει να επικαλείται; Γιατί όχι; Πάντα υπάρχει η ελπίδα ότι ο λόγος της Εκκλησίας δεν εξαντλείται στην κωμικοτραγική ρητορεία του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ή στη μισαλλοδοξία του Πειραιώς.
Δυστυχώς όμως η επιστολή του Αρχιεπισκόπου έρχεται να αποδείξει ότι η Εκκλησία, αν μη τι άλλο, δεν έχει το θάρρος να αποδείξει ότι συμμετέχει στην κρίση της κρίσης, κρίνοντας εκτός των άλλων και τον εαυτό της. «Μπροστά σε όλα αυτά η Εκκλησία της Ελλάδος εξαντλεί κάθε δυνατότητα αλληλεγγύης. Και είναι θετικό που μέσα στην τόση καταχνιά ξεπροβάλλουν η ευαισθησία, το φιλότιμο και ο αγνός πατριωτισμός των Ελλήνων. Για να δώσει ένα πιάτο φαΐ, ένα ρούχο, μια ανάσα ζωής στους απελπισμένους».
Με δυο λόγια: η Εκκλησία κάνει ό, τι περνάει από το χέρι της. Η Εκκλησία κάνει ό, τι μπορεί διότι βλέπει ότι τα πράγματα δεν πάνε άλλο. Οπως κάνουν όλοι ό,τι περνάει από το χέρι τους, κυβέρνηση, συμπολίτευση και αντιπολίτευση, Αριστερά και Δεξιά, υπουργοί και υφυπουργοί, τραπεζίτες και περιπτεράδες, μουσικοί, ηθοποιοί και σκηνοθέτες. Και εσύ, μόνος και έρημος όπως έχεις απομείνει, απορείς πώς, με όλους αυτούς που σε περιτριγυρίζουν και κάνουν ό,τι κάνουν, ό,τι περνάει από το χέρι τους, αισθάνεσαι ότι δεν μπορείς άλλο πια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου