Παρουσιάζει ενδιαφέρον όταν (και) οι Γερμανοί λαϊκίζουν. Η πρόσφατη παρατήρηση της κυρίας Αγκελα Μέρκελ ότι οι χώρες στον Ευρωπαϊκό Νότο πρέπει να μειώσουν τις διακοπές τους προκειμένου να γίνουν πιο παραγωγικές, δεν διαφέρει και πολύ από το σκανδαλώδες εξώφυλλο του γερμανικού περιοδικού Focus. Αν στην τελευταία περίπτωση, η υπερβολή ήταν ένα ακόμα δημοσιογραφικό θαύμα, στην περίπτωση της κυρίας Μέρκελ είχαμε έναν ακόμη πολιτικό ηγέτη που αερολογεί σε μια προσπάθεια να χαϊδέψει τ’ αυτιά των ψηφοφόρων του. Ηταν επίσης δείγμα μιας πολύ φυσικής, αναπόφευκτης αλαζονείας του ισχυρού απέναντι στον αδύναμο. Το πιο ενοχλητικό απ’ όλα όμως είναι το πάτημα που δώσαμε εμείς οι ίδιοι ώστε να υφιστάμεθα τέτοιου τύπου «παραινέσεις». Και το πιο ανησυχητικό είναι ο εκνευρισμός των ίδιων των Γερμανών όταν έχουν απέναντί τους κάποιον που έχει γονατίσει.
Πάνω σε αυτή την πτυχή, αξίζει τον κόπο να αναφερθούμε στο μυθιστόρημα «Καπούτ», του Ιταλού συγγραφέα Κούρτσιο Μαλαπάρτε (1898-1957). Σε αυτό, ο Μαλαπάρτε συνθέτει ένα συγκλονιστικό ρέκβιεμ της Ευρώπης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Διατρέχοντας την εμπόλεμη Γηραιά Ηπειρο ως αξιωματικός και δημοσιογράφος, ο Μαλαπάρτε συνομιλεί με εξέχοντες Γερμανούς, ως σύμμαχός τους, δεδομένου ότι είναι Ιταλός. (Ο Μαλαπάρτε είχε υποστεί διώξεις από το μουσολινικό καθεστώς, καθώς εναντιώθηκε στις απάνθρωπες πρακτικές των ναζί. Επίσης, σε αντίθεση με τους περισσότερους διανοουμένους που στα νιάτα τους αριστερίζουν για να συντηρητικοποιηθούν όψιμα, ο Μαλαπάρτε υπήρξε πιστός του Μουσολίνι στα νιάτα του και κομμουνιστής όταν ωρίμασε.) Τα σχόλιά του υπερβαίνουν το ιστορικό πλαίσιο, δεν μιλάει για τους ναζί, αλλά για τους Γερμανούς γενικά.
Συνομιλώντας με τον διοικητή της Πολωνίας, τον Χανς Φρανκ, καθώς και άλλους αξιωματούχους, γράφει: «Σε κανένα μέρος της Ευρώπης ο Γερμανός δεν μου είχε φανεί τόσο γυμνός, τόσο ακάλυπτος, όπως στην Πολωνία. Κατά τη μακρά μου εμπειρία από τον πόλεμο, είχα με τον καιρό πειστεί ότι ο Γερμανός δεν φοβάται καθόλου τον ισχυρό άνθρωπο, τον ένοπλο, ο οποίος τον αντιμετωπίζει με θάρρος και του αντιστέκεται. Ο Γερμανός φοβάται τους αόπλους, τους αδυνάτους, τους αρρώστους. Το θέμα του “φόβου”, της γερμανικής σκληρότητας ως αποτελέσματος του φόβου, είχε γίνει ο πυρήνας της όλης εμπειρίας μου. [...] Αυτό που ωθεί τον Γερμανό στη σκληρότητα, στις πιο ψυχρά, πιο μεθοδικά, πιο επιστημονικά σκληρές πράξεις, είναι ο φόβος. Ο φόβος των καταδυναστευμένων, των αόπλων, των αδυνάτων, των αρρώστων, ο φόβος των γέρων, των γυναικών, των παιδιών, ο φόβος των Εβραίων. [...] Τη μυστηριώδη ευγένεια των καταδυναστευμένων, των αρρώστων, των αδυνάτων, των αόπλων, των γερόντων, των γυναικών, των παιδιών, ο Γερμανός την αντιλαμβάνεται, τη νιώθει, τη φθονεί και τη φοβάται, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο λαό της Ευρώπης. Και την εκδικείται».
Να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν αντέχει σε συγκρίσεις ο Γερμανός του 1941 με εκείνον του 2011, όσο κι αν αμφότεροι εκκινούν από το ίδιο σπέρμα του «φόβου» – αν δεχθούμε ότι ισχύουν οι παρατηρήσεις του Μαλαπάρτε.
Κατ’ αντιδιαστολή, αν οι Γερμανοί φοβούνται –και γι’ αυτό ηδονίζονται στην ιδέα να συντρίψουν– τον εκάστοτε αδύναμο, εμείς, οι Ελληνες, ηδονιζόμαστε με την ιδέα της συντριβής. Σχεδόν ολόκληρη η χώρα θρήνησε στο πρόσωπο του αείμνηστου (και πολύ, μα πολύ, αγαπητού κατά τα άλλα) Θανάση Βέγγου, την ενσάρκωση του αιώνιου θύματος, που όσο κι αν τρέχει για να τα προλάβει όλα, στο τέλος θα βρεθεί στα γόνατα διότι αυτή είναι η φυσική του θέση, διότι υπάρχει πάντοτε ένας ισχυρός που δεν θα τον αφήσει να ανασάνει. Η ανάγκη μας να αναπαράγουμε ένα στερεότυπο του Ελληνα των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών έχει εκπληκτική αντοχή στο χρόνο. Από αυτή τη σκοπιά, η κρίση φαίνεται να έχει βολέψει ψυχολογικά πολύ κόσμο: νιώθει ότι βρίσκεται στο στοιχείο του, γονατισμένος κάτω από τους ισχυρούς. Κι όμως, η κρίση θα μπορούσε να είναι μια πρώτης τάξης ευκαιρία να απεγκλωβιστούμε από εσωτερικά, συλλογικά βάρη και δεσμά του παρελθόντος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου