«Τρίτη Ρώμη» αυτοαποκλήθηκε η Μόσχα μετά την Αλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453), η οποία επονομάσθηκε «Νέα Ρώμη» από τον ιδρυτή της Μ. Κωνσταντίνο θεωρώντας βέβαια την «Πρεσβυτέρα Ρώμη» (Roma) ως την «Πρώτη Ρώμη». Στη χριστιανική αυτοσυνειδησία 2.000 ετών ο όρος «Ρώμη» αποτέλεσε εμβληματικό ορόσημο συνώνυμο της πίστης που περιβάλλεται την ισχύ, τη δύναμη, τη ρώμη, κάνοντας ένα ηχητικό λογοπαίγνιο με την ελληνική λέξη «ρώμη» (δύναμη) και το λατινικό τοπωνύμιο Ρώμη (Roma).
Απέναντι στην τουρκοκρατούμενη Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη) αναπτύχθηκε η τσαρική θεοκρατία στο ιδεολόγημα του πανσλαβισμού, δηλαδή της συγκρότησης ενός πολιτικοθρησκευτικού ολοκληρωτισμού με βάση την Ορθοδοξία και ισχυρό βραχίονα τον σλαβικό κορμό της ρωσικής αυτοκρατορίας στην απολυταρχία των τσάρων. Το Αγιον Ορος και τα Ιεροσόλυμα ήταν οι πρωταρχικοί στόχοι τής εκάστοτε ρωσικής διείσδυσης τόσο στην τσαρική θεοκρατία όσο και στην μεταπολεμική σταλινική αθεΐα που στην εξωτερική πολιτική της δεν παρέλειπε να υπενθυμίζει το πανσλαβικό ιδεολόγημα σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Με την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και στην περίοδο προεδρίας Βλαντίμιρ Πούτιν («Κύκλος του Στρετένσκυ») αναβίωσε εντονότερα ο πανσλαβισμός εξωτερικά («Ρωσία: η νέα βυζαντινή αυτοκρατορία») και ενδυναμώθηκε αρτηριοσκληρωτικά ο σλαβικός φονταμενταλισμός στο εσωτερικό της ρωσικής Κοινοπολιτείας με απηνείς διώξεις φιλελεύθερων θεολόγων ή ρητή κι επίσημη απόρριψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικότερα («νεοβυζαντινισμός» υπό τον Πατριάρχη Μόσχας Κύριλλο, τον Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνα, τον Ηγούμενο της Μονής Στρετένσκυ της Μόσχας Τύχωνα κ.ά.).
Αντίβαρο του πανσλαβισμού ήταν πάντοτε το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως που εξέφραζε την ελληνική Ορθοδοξία με ανοικτότητα κι ετοιμότητα διαλόγων με τον εκάστοτε Αλλο, τον ετερόδοξο (διάλογοι με ρωμαιοκαθολικούς και προτεστάντες), τον αλλόθρησκο (διαθρησκειακοί διάλογοι με μουσουλμάνους, ιουδαίους κ.λπ.), τον άθρησκο (οικολογικά συνέδρια, ειρηνοποιές πρωτοβουλίες κ.λπ.) και γενικά τον ουδετερόθρησκο προβληματιζόμενο άνθρωπο της εποχής μας. Η Εκκλησία της Ελλάδος παρέπαιε κι αμφιταλαντευόταν ανάμεσα στη συναισθηματική ρωσοφιλία των ομόδοξων του «ξανθού γένους» που θα απελευθέρωνε το υπόδουλο γένος των Ρωμιών από την ισλαμική υποδούλωση και τον «άθεο» διαφωτισμό της Δύσης καθώς και στη διαφύλαξη της ελληνικότητας με την ανοικτοσύνη του ρωμαίικου στοιχείου έναντι της κλειστότητας των πανσλαβιστών ομόδοξων. Η εκκλησιαστική επταετία του Ιερωνύμου Α' (1967-1973) καθώς και η δεκαετής αρχιεπισκοπεία του μακαριστού Χριστοδούλου αλληθώριζαν προς τη ρωσική Ορθοδοξία απεμπολώντας την ελληνική Ορθοδοξία του Οικουμενικού Πατριαρχείου ποικιλότροπα και μάλιστα στην κατεύθυνση ενός υπερσυντηρητικού δήθεν «ορθοδόξου τόξου» απέναντι σε άθρησκους, αλλόθρησκους κι ετερόδοξους.
Απομένει σήμερα πια να δούμε προς τα πού θα κατευθυνθεί η Ελλαδική Εκκλησία επί των ημερών του Ιερωνύμου Β', εάν δηλαδή θα παρασυρθεί στον πανσλαβικό αλληθωρισμό ή θα μείνει πιστή στην ακραιφνή ελληνικότητα των ανοικτών οριζόντων μιας εκκλησίας με υπευθυνότητα έναντι των κοσμοϊστορικών απαιτήσεων των κρίσιμων καιρών μας. Ευχόμαστε να συμβεί αυτό το τελευταίο και απευχόμαστε το πρώτο που ιστορικά αποδείχθηκε μοιραίο σφάλμα για την Εκκλησία της Ελλάδος.
*Ο Μάριος Μπέγζος είναι κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου