Πρόσφατα, ο Πολ Κρούγκμαν, νομπελίστας οικονομολόγος και εξαίρετος αρθρογράφος των «Τάιμς της Νέας Υόρκης», σημείωσε στο ηλεκτρονικό σημειωματάριό του πότε η βασική πρόταση του κεϋνσιανισμού μετατρέπεται σε παρωδία. Οι παρατηρήσεις του είναι πολύ χρήσιμες, κυρίως σε εκείνους που σπεύδουν να τον χρησιμοποιήσουν ως επιχείρημα υπέρ της διατήρησης του μεγάλου και σπάταλου ελληνικού κράτους.
Λέει ο Κρούγκμαν. Σκεφτείτε τις διαφορές μεταξύ τριών προτάσεων. Η πρώτη: «Το κρατικό έλλειμμα είναι παράγοντας ανάπτυξης, αν όλα τα άλλα μεγέθη μείνουν σταθερά». Δεύτερη πρόταση: «Το έλλειμμα είναι παράγοντας ανάπτυξης, σε κάθε περίπτωση». Και τρίτη: «Μόνον το έλλειμμα αποτελεί παράγοντα ανάπτυξης».
Οπως εξηγεί ο καθηγητής, μόνον την πρώτη πρόταση μπορεί κανείς να θεωρήσει συνεπή με την κεϋνσιανή προσέγγιση. Η δεύτερη είναι «πολύ απλά, ηλίθια», σημειώνει. Και συμπληρώνει: «Είναι όμως αυτό που συνήθως βλέπει κανείς να λέγεται στα εκ του προχείρου σχόλια που ανταλλάσσονται με πάθος στο Ιντερνετ. Αν ήταν αλήθεια, η ελληνική οικονομία θα είχε την αξία ενός θαύματος». Η τρίτη πρόταση είναι ακόμη χειρότερη, καταλήγει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Πρίνστον. Ακόμη όμως και αν ξεκαθαρίσουμε τι πραγματικά λέει η κεϋνσιανή προσέγγιση, το πρόβλημα με την υπερβολική ύφεση της Ελλάδας δεν θα έχει αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Γιατί είναι αλήθεια πως ακόμη και μετά τον Απρίλιο, όταν, όπως όλοι ελπίζουν πλέον, η Ελληνική Δημοκρατία θα έχει «γυρίσει» το τεράστιο χρέος της, η πιθανότητα να επιστρέψει σε αναπτυξιακή ροπή παραμένει εξαιρετικά μικρή.
Ο λόγος είναι μάλλον απλός: το Νέο Οικονομικό Πρόγραμμα, γνωστό ως Μνημόνιο 2, δεν περικόπτει επαρκώς τις ανάγκες του κράτους. Ως αποτέλεσμα, η φορολογική αφαίμαξη θα συνεχιστεί. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν το νέο εισόδημα του παραγωγικού τομέα, δηλαδή του επιχειρηματικού τομέα (αν και όχι ολόκληρου), θα είναι επαρκές για να υποκαταστήσει τη ζήτηση, την οποία συντηρούσε το τεράστιο κρατικό έλλειμμα. Λογικά, όλοι οι έμπειροι οικονομολόγοι παρατηρούν ότι το νέο μείγμα οικονομικής πολιτικής «δεν πρόκειται να έχει αποτέλεσμα».
Ας θυμίσουμε μερικά βασικά νούμερα, όπως επιμένουμε να κάνουμε τον τελευταίο καιρό. Στα σχεδόν 30 χρόνια, από το τέλος της μεγάλης προηγούμενης (1979) μέχρι την παρούσα μεγαλύτερη κρίση (2008), η ελληνική οικονομία μεγάλωσε με μέσο ετήσιο ρυθμό 2,2%. Αυτόν ακριβώς που χρησιμοποιούν και οι εμπειρογνώμονες του Νομισματικού Ταμείου στην απόρρητη Ανάλυσή τους περί της Βιωσιμότητας του Δημοσίου Χρέους (DSA), επί της οποίας έγιναν οι συζητήσεις στο ολονύκτιο Eurogroup.
Η εκτίμηση αυτή είναι ορθή από την πλευρά της ποσοστικής ανάλυσης. Θα ήταν όμως λάθος να στηρίξουμε στα ποιοτικά της χαρακτηριστικά την πρόβλεψή μας για όσα μπορεί να επιτύχει η εθνική μας οικονομία τα αμέσως επόμενα χρόνια. Πράγματι, πρόκειται για μια περίοδο με πολλές διαφοροποιήσεις, από τη μία δεκαετία στην επομένη.
Ετσι, στην καταστροφική πρώτη δεκαετία του Αντρέα Παπανδρέου (1980 - 1989), η οικονομία αναπτύχθηκε με μέσο ρυθμό του ΑΕΠ μόλις 0,8%. Πρακτικώς, χάθηκε μία δεκαετία στη διάρκεια της οποίας η Ελλάδα κατέστησε τα διαρθρωτικά της προβλήματα οξύτερα, καθιέρωσε την κρατικο-επιχειρηματική διαφθορά και μεγάλωσε την απόστασή της από τα άλλα κράτη της Ευρώπης.
Στην επόμενη δεκαετία, χάρις στο άνοιγμα του τραπεζικού τομέα (1987 - 1992), στην κατάργηση των δασμών στο εξωτερικό εμπόριο (1992 - 93) και στην απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων (1992 - 94), η ανάπτυξη ανέβηκε στο 1,9%. Το αποτέλεσμα θα ήταν ακόμη καλύτερο αν δεν είχε επιβληθεί λιτότητα στον ιδιωτικό τομέα, προκειμένου να περιοριστεί το κρατικό έλλειμμα, χωρίς πάντως να μειωθεί πραγματικά το μέγεθός του, παρά το επιτυχημένο πρώτο κύμα ιδιωτικοποιήσεων.
Η τρίτη δεκαετία ξεχωρίζει. Το εγχώριο προϊόν αυξήθηκε με μέσο ρυθμό 3,2%. Αν μάλιστα ξεχωρίσουμε την περίοδο από τη σταθεροποιητική υποτίμηση του Μαρτίου 1998 μέχρι και ολόκληρο το 2007, η Ελλάδα εμφανίζει αύξηση του ΑΕΠ λίγο μεγαλύτερη από 4% ετησίως. Ο κύριος παράγοντας ήταν η σταθερότητα του νομίσματος και η διάθεση νέων δανείων προς την οικονομία. Αρχικώς, το 1998, ορίστηκε η κεντρική ισοτιμία εγκατάλειψης της δραχμής. Στη συνέχεια, «κλείδωσε» η εισαγωγή του ευρώ (2002). Μέχρι την κρίση του παγκόσμιου, ευρωπαϊκού και ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, τον Οκτώβριο 2008, η Ελλάδα είχε αλλάξει εκπληκτικά.
Αυτό ακριβώς χρειαζόμαστε και τώρα. Επειδή όμως το νέο χρήμα θα είναι μετρημένο, χρειάζεται μια θελκτική αναπτυξιακή ιστορία. Η μόνη ρεαλιστική είναι η μεταβίβαση από το κράτος προς τον ιδιωτικό τομέα ενός πλήθους δραστηριοτήτων και υπηρεσιών. Ετσι θα μειωθούν οι φόροι. Και ταυτοχρόνως, θα γίνουν οι σημαντικές επενδύσεις που απαιτούνται σε όλους τους τομείς στους οποίους το κράτος θα σταματήσει να ασκεί τον αντιπαραγωγικό του έλεγχο. Οι ευκαιρίες που θα δημιουργηθούν θα φέρουν νέα δάνεια και θα δημιουργήσουν νέα εισοδήματα. Ενας ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ που θα διαψεύσει τον κ. Τόμσεν είναι εφικτός. Αρκεί να πάμε στην άλλη κατεύθυνση από εκείνη που δείχνουν οι αμετανόητοι κρατικοδίαιτοι κρατιστές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου